ἀντικρύ: Difference between revisions
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> en face de, contre, dat. <i>ou</i> gén.;<br /><b>2</b> en droite ligne, tout droit;<br /><b>3</b> tout à fait.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἀντί]] et ? -- Babiniotis -κρύ pê apparenté à [[κάρη]] ou à [[κρούω]]. | |btext=<i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> en face de, contre, dat. <i>ou</i> gén.;<br /><b>2</b> en droite ligne, tout droit;<br /><b>3</b> tout à fait.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἀντί]] et ? -- Babiniotis -κρύ pê apparenté à [[κάρη]] ou à [[κρούω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[opposite]], [[straightforward]], [[straight]] [[through]]; ἀντικρὺ μάχεσθαι, Il. 5.130, 819; w. gen., ὀιστὸν ἴαλλεν | Ἕκτορος [[ἀντικρύ]], Il. 8.301; ἀποφάναι, ‘[[outright]],’ Il. 7.362 ; ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε, ‘[[completely]]’ [[off]], Il. 16.116, Il. 23.866; [[often]] joined w. foll. prep., [[παραί]], [[διά]], [[κατά]], [[ἀνά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:23, 15 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A = ἄντην, over against, right opposite, θεοῖς ἀντικρὺ μάχεσθαι I1.5.130: c. gen., Ἕκτορος ἀντικρύ ib.8.301. II = ἄντῐκρυς, straight on, right on, ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησεν Od.10.162; ἀντικρὺ μεμαώς I1.13.137: mostly followed by a Prep., ἀντικρὺ δ' ἀν' ὀδόντας 5.74; ἀντικρὺ δι' ὤμου 4.481, cf. Od.22.16; ἀντικρὺ κατὰ μέσσον right in the middle, I1.16.285; once in X., ἀντικρὺ διᾴττων Cyr.7.1.30; cf. καταντῑκρύ. 2 outright, utterly, quite, ἀντικρὺ δ' ἀπόφημι I1.7.362; ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε 16.116; ἀντικρὺ μακάρεσσιν ἔϊκτο A.R.4.1612, etc. (Cf. ἄντικρυς sub fin.) [ν generally, but ῠ I1.5.130, 819; ῐ by nature (cf. καταντῐκού Ar.Ec.87), ῑ by po ition in Ep.]
German (Pape)
[Seite 253] (ἀντί u. κρούω), gerade durch; der Sprachgebrauch unterschied dies Wort von ἄντικρυς, welches ursprünglich nicht verschieden war. Die Ansicht der alten Gramm. s. z. B. Scholl. Iliad. 3, 359 διαφέρει τὸ ἀντικρύ τοῦ ἄντικρυς προπαροξυτόνου· τὸ μὲν γὰρ ἀντικρύ δηλοῖ τὸ ἐξ ἐναντίας, τὸ δὲ ἄντικρυς τὸ φανερῶς. Dieser Unterschied läßt sich nicht festhalten, s. Buttmann Ausf, Gr. tom. 2 §. 117 p. 366 ed. 2. Hom. hat ἄντικρυς nicht, ἀντικρύ oft, der ältere Atticismus hat ἀντικρύ nicht, ἄντικρυς oft. S. über ἄντικρυς den folg. Art,; ἀντικρύ heißt bei Hom.: 1) gegenüber, entgegen, μάχεσθαι Il. 5, 130; ἀντικρὺ μεμαώς, geradezu darauf los, 13, 137; ἀντικρὺ ἀπόφημι, gerade ins Gesicht, geradezu, 7, 362, vgl. ἄντικρυς. Auch mit dem gen., Ἕκτορος ἀντικρύ Il. 8, 301; so auch Pol. 4, 43 οἱ ἀντικρὺ τῆσἈσίας τόποι; im Att, ist καταντικρύ das Gewöhnliche. – 2) gerade, ursprünglich wohl von Geschossen, die auf der entgegengesetzten Seite wieder herauskommen, z. B. ἀντικρὺ δὲ δι' ὤμου χάλκεον ἔγχος ἦλθεν Il. 4, 481; ἀντικρὺ κατὰ κύστιν 5, 67; ἀντικρὺ δὲ διέσχε, drang auf der andern Seite hervor, 5, 100; ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησεν Od. 10, 162; ἀντικρὺ κατὰ μέσσον, gerade in die Mitte, Il. 16, 285. Homerische Nachahmung Xen. Cyr. 7, 1, 30 ἀντικρὺ δι' αὐτῶν εἰς τὴν τῶν Αἰγυπτίων φάλαγγα ἐμβάλλει. – 3) geradezu, ganz u. gar, ἀντικρὺ ἀπαράσσειν, gänzlich abhauen, bis auf die entgegengesetzte Seite, Il. 16, 116, vgl. 23, 673. – Bei Ap. Rh. 4, 1612 ἀντικρὺ μακάρεσσιν ἔικτο = ἄντην. [υ ist bei Hom. in der Vershebung lang, in der Senkung Il. 5, 130 u. bei Attikern wie in ἄντικρυς kurz.]
Greek (Liddell-Scott)
ἀντῑκρύ: ἐπίρρ. = ἄντην, ἐκ τοῦ ἐναντίου, μή τι σύ γ’ ἀθανάτοισι θεοῖς ἀντικρὺ μάχεσθαι Ἰλ. Ε. 130· μετὰ γεν., Ἕκτορος ἀντικρὺ Ἰλ. Θ. 301 ΙΙ. = ἄντῐκρυς, κατ’ εὐθεῖαν ἐμπρός, ἀπ’ εὐθείας εἰς τὸ ἔναντι μέρος, ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησεν Ὀδ. Κ. 162· ἀντικρὺ μεμαὼς Ἰλ. Ν. 137· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἀκολουθεῖται ὑπὸ προθ., ἀντικρὺ δ’ ἀν’ ὀδόντας Ε. 74· ἀντικρὺ δὲ ὤμου Δ. 481, πρβλ. Ὀδ. Χ. 16· ἀντικρὺ κατὰ μέσον, ἀκριβῶς ἐν τῷ μέσῳ, Ἰλ. Π. 285· οὕτως ἅπαξ παρὰ Ξεν., ἀντικρὺ δι’ αὐτῶν Κύρ. 7. 1, 30: ἐν παροιμίᾳ σημασ. ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ καταντῑκρύ, ὃ ἴδε. 2) ἐντελῶς, ὁλοκλήρως, παντελῶς, ἀντικρὺ δ’ ἀπόφημι Ἰλ. Η. 362· ἀντικρὺ δ’ ἀπάραξε Π. 116, πρβλ. Ρ. 49, Ὀδ. Κ. 162, κτλ.: - Πρὸς τὸ ἀντικρὺ μακάρεσσι... ἔϊκτο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1612, δυνάμεθα νὰ παραβάλωμεν τὸ ὁμοιωθήμεναι ἄντην, κτλ. - Ἴδε ἄντικρυς ἐν τέλ. [Ὁ Ὅμ. ἔχει ῡ ἐν ἄρσει, ῠ ἐν θέσει, ἀλλ’ ὁ Ἀριστοφ. ἐν Ἐκκλ. 87 ἔχει καταντῐκρὺ μετὰ τῆς ποσότητος τοῦ ἄντῐκρυς].
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
1 en face de, contre, dat. ou gén.;
2 en droite ligne, tout droit;
3 tout à fait.
Étymologie: DELG ἀντί et ? -- Babiniotis -κρύ pê apparenté à κάρη ou à κρούω.
English (Autenrieth)
opposite, straightforward, straight through; ἀντικρὺ μάχεσθαι, Il. 5.130, 819; w. gen., ὀιστὸν ἴαλλεν | Ἕκτορος ἀντικρύ, Il. 8.301; ἀποφάναι, ‘outright,’ Il. 7.362 ; ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε, ‘completely’ off, Il. 16.116, Il. 23.866; often joined w. foll. prep., παραί, διά, κατά, ἀνά.