ἀεκούσιος: Difference between revisions

From LSJ

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
(Bailly1_1)
(big3_1)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>poét. c.</i> [[ἀκούσιος]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀέκων]].
|btext=ος, ον :<br /><i>poét. c.</i> [[ἀκούσιος]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀέκων]].
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀκούσιος]].
}}
}}

Revision as of 11:47, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀεκούσιος Medium diacritics: ἀεκούσιος Low diacritics: αεκούσιος Capitals: ΑΕΚΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: aekoúsios Transliteration B: aekousios Transliteration C: aekoysios Beta Code: a)ekou/sios

English (LSJ)

ον (also α, ον Luc.Syr.D.18), Ion. and Ep. (also in anap., S. Tr.1263); Att. contr. ἀκούσιος [ᾱ], ον, also in Democr. 240:—

   A against the will, constrained, of acts or their consequences, καὶ τῷ οὔ κως ἀεκ. ἐγίνετο τὸ ποιεύμενον Hdt.2.162; τλήσομαι . . ἀεκούσια πολλὰ βίαια Thgn.1343; ἐς ἀ. ἀνάγκας πίπτειν Th.3.82; πόνοι Democr. l.c.; often in Att. of involuntary offences, ἀ. φόνος Antipho 3.2.6; πράκτορες τῶν ἀκουσίων ib., cf. Pl.Lg.733d, 864a, Arist.EN1109b35, al.; τὰ μὲν ἀ. ἁπλῇ, τὰ δὲ ἑκούσια διπλῇ IG1.1. Adv. -ίως D.21.43, Sever. ap. Eus.PE13.17.    II of persons, only in Adv. ἀκουσίως involuntarily, Th.2.8, Pl.Ti.62c; ἀ. ἀποθανεῖν, opp. ἑκουσίως ἀποκτείνειν, Antipho 1.5; ἀ. τινὶ ἀφῖχθαι to have come as an unwelcome guest, Th.3.31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεκούσιος: -ον, καὶ α, ον, Λουκ. π. Συρ. Θ. 18. Ἀττ. συνῃρ. ἀκούσιος, ον, [ᾱ], ἀλλ’ ὁ ἀσυναίρετος τύπος κεῖται ἐν ἀναπαίστῳ παρὰ Σοφοκλεῖ Τρ. 1263. Ὁ ἐναντίον τῆς θελήσεως, ὁ παρὰ τὴν θέλησιν, βεβιασμένος, ἠναγκασμένος, ἐπὶ πράξεων ἢ τῶν ἀποτελεσμάτων αὐτῶν· τοῦτο... οὐκ ἀεκ. αὐτῷ ἐγένετο, Ἡροδ. 2. 162, τλήσομαι... ἀεκούσια πολλά, Θέογν. 1343· θράσος ἀκούσιον (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Canter ἑκούσιον, ἀλλὰ κάλλιον ὁ Ahrens: ἐκ θυσιῶν), Αἰσχύλ. Ἀγ. 803· ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν, Θουκ. 3. 82: ― συχν. παρ’ Ἀττ. ἐπὶ ἀκουσίων πλημμελημάτων: ἀκ. φόνος, Ἀντιφῶν 121. 36· ἀκουσίων πράκτορες, αὐτόθι 39, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 733D, 864Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3., 1· τὰ μὲν ἀκούσια [βλάβῃ] ἁπλῇ, τὰ δὲ ἑκούσια διπλῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 71 b. ΙΙ. ὡς τὸ ἀέκων, ἐπὶ προσώπων· ἀλλὰ μόνον ἐν ἐπιρρήμασιν· ἀκουσίως = οὐχὶ θεληματικῶς, Θουκ. 2. 8. Πλάτ. Τίμ. 62C· ἀκ. ἀποθανεῖν, ἀντίθετον τῷ ἑκουσίως ἀποκτείνειν, Ἀντιφῶν 112. 10· ἀκουσίως τινὶ ἀφῖχθαι, τὸ νὰ μεταβῇ τις εἴς τινα οὐχὶ ὡς εὐπρόσδεκτος ξένος, Θουκ. 3. 31. (Madvig ἀκουσίῳ).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
poét. c. ἀκούσιος.
Étymologie: ἀέκων.

Spanish (DGE)

v. ἀκούσιος.