δαιδάλεος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />artistement travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[δαίδαλος]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />artistement travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[δαίδαλος]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[root]] δαλ): [[cunningly]] or [[skilfully]] [[wrought]] or decorated.
}}
}}

Revision as of 15:25, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιδάλεος Medium diacritics: δαιδάλεος Low diacritics: δαιδάλεος Capitals: ΔΑΙΔΑΛΕΟΣ
Transliteration A: daidáleos Transliteration B: daidaleos Transliteration C: daidaleos Beta Code: daida/leos

English (LSJ)

[ᾰ] (not -έος, Hdn.Gr.1.114), α, ον: ( δαιδάλλω):—

   A cunningly or curiously wrought, in Hom.always of metal or wood, ζωστήρ, θώρηξ, σάκος, θρόνος, Il.4.135, 8.195, 19.380, Od.1.131; λάρναξ Simon.37.1, B.5.140; also of embroidery, Hes.Th.575, E.Hec. 470 (lyr.), Theopomp.Com.33.    2 of natural objects, dappled, spotted, etc., of fish, Alex.17; of deer, Nonn.D.5.391; shot with light, sheeny, Opp.C.1.218.    II cunning, χείρ Pl.Epigr.22:Ἥφαιστος AP9.755.

German (Pape)

[Seite 513] (den Accent bemerkt Hdn. Περὶ μον. λέξ. p. 4, 7 und 12; von δα'Ω; zunächst entstanden aus δαιδάλειος, welches Adjectiv von δαιδαλεύ'Σ ist, einer Nebenform zu δαίδαλος; δαιδάλεος = δαίδαλος, das Adjectiv Homerisch anstatt des Substantivs, wie παρθενική = παρθένος); auch 2 End.; Ep. ad. 275 (IX, 755); künstlich gearbeitet, kunstreich; ζωστήρ Il. 4, 135; ἔντεα 6, 418; θώρηξ 8, 195; σάκος 19, 380; κόρυς 18, 612; φόρμιγξ 9, 187 (wie Pind. P. 4, 296); χηλός 16, 222; ἅρματα 17, 448; οὔατα τρίποδος 18, 379; θρόνος Od. 10, 315, wie auch 1, 131 zu erklären, wo λῖτα nicht damit zu verbinden; von kunstvoller Arbeit in Metall u. Holz auch bei folgdn D. Von Weberarbeiten oder Stickereien, καλύπτρη Hes. Th. 575; πῆναι Eur. Hec. 470; übh. bunt, ἔλαφος Nonn. D. 5, 391; vgl. Alexis Ath. VII, 301 a. – Auch von der Hand des Künstlers, χείρ Plat. ep. 15 (IX, 826); vgl. τέχνη Ep. ad. 275 (IX, 755).

Greek (Liddell-Scott)

δαιδάλεος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ἀνθ. Π. 9. 755 (δαιδάλλω)· ὡς τό δαίδαλος, τεχνικῶς εἰργασμένος, πεποικιλμένος, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ μετάλλου ἢ ξύλου, ζωστήρ, θώρηξ, σάκος, θρόνος, κτλ.· οὐδέποτε ἐπὶ κεντημάτων, οὐδὲ ἐν Ὀδ. Α. 131 (διότι ἐκεῖ ἀνήκει εἰς τὸ θρόνον, οὐχὶ εἰς τὸ λῖτα), Βακχυλ. 5, 140 (Blass)· -ἀλλὰ κεῖται ἐπὶ τοιαύτης σημασίας παρ’ Ἡσ. Θ. 575, Εὐρ. Ἑκ. 470, Θεοπόμπ. Κωμ. Ὀδυσσ. 2. 2) ἐπὶ φυσικῶν ἀντικειμένων, ποικίλος, κατάστικτος, κτλ., ἐπὶ ἰχθύος, Ἄλεξ. Ἀπεγλ. 3· ἐπὶ ἐλάφου, Νόνν. ΙΙ. εὐφυής, ἐπιδέξιος, ἐπὶ τῆς χειρὸς ἢ τῆς ἐμπειρίας καὶ τέχνης τοῦ τεχνίτου, Ἀνθ. Π. 9. 755, 826. Πρβλ. δαίδαλος.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
artistement travaillé.
Étymologie: δαίδαλος.

English (Autenrieth)

(root δαλ): cunningly or skilfully wrought or decorated.