ἁγιασμός: Difference between revisions
(Bailly1_1) |
(big3_1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> consécration, sanctification;<br /><b>2</b> lieu consacré, sanctuaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἁγιάζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> consécration, sanctification;<br /><b>2</b> lieu consacré, sanctuaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἁγιάζω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[santificación]], [[consagración]] ἁγιασμῷ ἡγίασα τὸ [[ἀργύριον]] LXX <i>Id</i>.17.3, ἔλαβον ... ἐκ νεανίσκων εἰς ἁγιασμόν LXX <i>Am</i>.2.11, cf. <i>Ep.Rom</i>.6.19, 22, ἀποδοὺς καὶ τὸ ἱεράτευμα καὶ τὸν ἁ. LXX 2<i>Ma</i>.2.17, op. [[ἀκαθαρσία]] 1<i>Ep.Thess</i>.4.7, [[ἐγκράτεια]] ἐν ἁ. 1<i>Ep.Clem</i>.35.2, ἀληθείης ἁ. Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.17.19.<br /><b class="num">2</b> en gener. [[santidad]] θυσίαν ἁγιασμοῦ LXX <i>Si</i>.7.31, ὄνομα ἁγιασμοῦ LXX <i>Si</i>.17.10, ἅγιε παντὸς ἁγιασμοῦ, κύριε LXX 2<i>Ma</i>.14.36, cf. 1<i>Ep.Cor</i>.1.30, ποιεῖν τὰ τοῦ ἁ. 1<i>Ep.Clem</i>.30.1, πνεῦμα ἁ. <i>T.Leu</i>.18.7, cf. Dion.Ar.<i>DN</i> 1.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:44, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, ὁ,
A consecration, sanctification, LXX Jd.17.3,al., 1 Ep.Thess.4.7.
German (Pape)
[Seite 14] ὁ, Heiligung, N. T. Auch D. Hal. 1, 21; vgl. ἁγισμός.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγιασμός: -οῦ, ὁ, ἀφιέρωσις· «ἁγιασμῷ ἠγίασα τὸ ἀργύριον τῷ Κυρίῳ», Ο΄, Κριτ. 17, 3· καθιέρωσις, καθαγιασμός· «θυσίαν ἁγιασμοῦ», Σειράχ 7, 31· «ὄνομα ἁγιασμοῦ» = ἅγιον ὄνομα, παρὰ τῷ αὐτῷ 17, 8. - «ἔλαβον ἐκ τῶν υἱῶν ὑμῶν εἰς προφήτας καὶ ἐκ τῶν νεανίσκων ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν», δηλ. ὅπως γένωνται «ναζιραῖοι», Ἀμώς 2, 11. Ἴδε Κοντογόνου Ἑβρ. Ἀρχ. σ. 144. β) Ναός, ἱερόν, ἁγιαστήριον, «τὸν οἶκον τοῦ ἁγιασμοῦ» = τὸν ἅγιον οἶκον, Μακκ. Β΄, 2. 17. Γ΄, 2, 18. γ) τὸ μυστήριον τῆς μεταλήψεως, Συνοδ. Καρθ. καν. 72. δ) ἡ εὐχὴ τοῦ ἁγιασμοῦ, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 140, καὶ ἄλλοθι. - Ἡ ἀκολουθία τοῦ μικροῦ ἁγιασμοῦ, ἥτις ἀναγινώσκεται μόνον κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Θεοφανίων, τοῦτ’ ἔστι τῇ ἕκτῃ Ἰανουαρίου μετὰ τὴν λειτουργίαν, Εὐχολ. (πρβλ. Ἡροδ. Ι, 51· «ὁ δὲ ἀργύρεος (κρητήρ), ἐπὶ τοῦ προνηΐ� τῆς γωνίης χορέων ἀμφορέας ἑξακοσίους· ἐπικίρναται γὰρ ὑπὸ τῶν Δελφῶν Θεοφανίοισι». Τερτουλλ. 1, 1204Β. Χρυσόστ. 11, 369D. «Διά τοι τοῦτο καὶ ἐν μεσονυκτίῳ κατὰ τὴν ἑορτὴν ταύτην ἅπαντες ὑδρευσάμενοι οἴκαδε τὰ νάματα ἀποτίθενται, καὶ εἰς ἐνιαυτὸν ὁλόκληρον φυλάττουσιν, ἅτε δὴ σήμερον ἁγιασθέντων τῶν ὑδάτων»· καὶ Θεοδ. Λεκτ. 2, 48, σ. 209Α «τὴν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐν τοῖς Θεοφανίοις ἐπίκλησιν ἐν τῇ ἑσπέρᾳ γίνεσθαι.»).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 consécration, sanctification;
2 lieu consacré, sanctuaire.
Étymologie: ἁγιάζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 santificación, consagración ἁγιασμῷ ἡγίασα τὸ ἀργύριον LXX Id.17.3, ἔλαβον ... ἐκ νεανίσκων εἰς ἁγιασμόν LXX Am.2.11, cf. Ep.Rom.6.19, 22, ἀποδοὺς καὶ τὸ ἱεράτευμα καὶ τὸν ἁ. LXX 2Ma.2.17, op. ἀκαθαρσία 1Ep.Thess.4.7, ἐγκράτεια ἐν ἁ. 1Ep.Clem.35.2, ἀληθείης ἁ. Nonn.Par.Eu.Io.17.19.
2 en gener. santidad θυσίαν ἁγιασμοῦ LXX Si.7.31, ὄνομα ἁγιασμοῦ LXX Si.17.10, ἅγιε παντὸς ἁγιασμοῦ, κύριε LXX 2Ma.14.36, cf. 1Ep.Cor.1.30, ποιεῖν τὰ τοῦ ἁ. 1Ep.Clem.30.1, πνεῦμα ἁ. T.Leu.18.7, cf. Dion.Ar.DN 1.6.