περισπούδαστος: Difference between revisions
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />recherché avec empressement.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σπουδάζω]]. | |btext=ος, ον :<br />recherché avec empressement.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σπουδάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[περισπούδαστος]], -ον, ΝΜΑ [[περισπουδάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άξιος]] πολλής σπουδής και μελέτης, πολύ [[αξιόλογος]], πολύ [[σημαντικός]], [[μνημειώδης]] («περισπούδαστο [[σύγγραμμα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με πολλή [[σοβαρότητα]], που φανερώνει πολλή [[μελέτη]], [[βαθυστόχαστος]]<br /><b>3.</b> [[βαθύς]], [[βαθυστόχαστος]], [[εμβριθής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που επιδιώκεται με [[μεγάλη]] [[σπουδή]], πολύ [[επιθυμητός]], [[περιπόθητος]], [[περιζήτητος]] («[[ἀοίδιμος]] δι' ἐμὲ [[ἦσθα]] καὶ [[περισπούδαστος]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρόθυμος]] σε [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περισπουδάστως</i> ΝΜΑ και <i>περισπούδαστα</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με πολλή [[σπουδή]] και [[σοβαρότητα]], βαθυστόχαστα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με την [[φροντίδα]] και την [[επιμέλεια]] που [[πρέπει]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A much sought after, much desired, Theopomp.Hist.114 ; ἔνδοξον καὶ π. D.H.Rh.7.3, cf. Muson.Fr.18 Bp.104 H.(Comp.), Luc.Tim.38, Men. Rh.p.366S., etc.; τινι by one, M.Ant.5.36, Gal.6.519, Hdn.6.8.4, Iamb.Comm.Math.26, etc. 2 diligent, eager, PMasp.20ii 11 (vi A. D.). Adv. -τως with due care, Phylarch.30 J., Ath.4.164b.
German (Pape)
[Seite 592] sehr eifrig betrieben, gewünscht, Luc. Tim. 38 u. oft, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περισπούδαστος: -ον, περιζήτητος, λίαν ποθεινός, Φύλαρχ. 30, Λουκ. Τίμ. 38. κτλ.· τινι Ἡρῳδιαν. 6. 8. Γαλην. τ. 6, σ. 519, 25. ― Ἐπίρρ. -τως, ἐπιμελῶς, Ἀθήν. 164Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
recherché avec empressement.
Étymologie: περί, σπουδάζω.
Greek Monolingual
-η, -ο / περισπούδαστος, -ον, ΝΜΑ περισπουδάζω
νεοελλ.
1. ο άξιος πολλής σπουδής και μελέτης, πολύ αξιόλογος, πολύ σημαντικός, μνημειώδης («περισπούδαστο σύγγραμμα»)
2. αυτός που γίνεται με πολλή σοβαρότητα, που φανερώνει πολλή μελέτη, βαθυστόχαστος
3. βαθύς, βαθυστόχαστος, εμβριθής
μσν.-αρχ.
αυτός που επιδιώκεται με μεγάλη σπουδή, πολύ επιθυμητός, περιπόθητος, περιζήτητος («ἀοίδιμος δι' ἐμὲ ἦσθα καὶ περισπούδαστος», Λουκιαν.)
αρχ.
πρόθυμος σε κάτι.
επίρρ...
περισπουδάστως ΝΜΑ και περισπούδαστα Ν
νεοελλ.
με πολλή σπουδή και σοβαρότητα, βαθυστόχαστα
μσν.-αρχ.
με την φροντίδα και την επιμέλεια που πρέπει.