μηνυτής: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> révélateur;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> dénonciateur.<br />'''Étymologie:''' [[μηνύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> révélateur;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> dénonciateur.<br />'''Étymologie:''' [[μηνύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο,θηλ. και [[μηνύτρια]] (ΑΜ [[μηνυτής]] και δωρ. τ. μανυτάς, θηλ. [[μηνύτρια]]) [[μηνύω]]<br />αυτός που καταγγέλλει αξιόποινη [[πράξη]] ή αυτός που υποβάλλει [[μήνυση]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει [[μήνυμα]], [[αγγελιαφόρος]], [[απεσταλμένος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει πληροφορίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποκαλύπτει<br /><b>2.</b> αυτός που αναγγέλλει<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μηνυτής</i><br />[[προσωνυμία]] του Ηρακλέους στην Αθήνα.
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηνῡτής Medium diacritics: μηνυτής Low diacritics: μηνυτής Capitals: ΜΗΝΥΤΗΣ
Transliteration A: mēnytḗs Transliteration B: mēnytēs Transliteration C: minytis Beta Code: mhnuth/s

English (LSJ)

οῦ, Dor. μᾱνῡτάς, ᾶ, ὁ,

   A bringing to light, μ. χρόνος E.Hipp.1051.    II Subst., one who brings information, τοῖς μέλλουσιν ἀποθανεῖσθαι μ. γενέσθαι Lys.12.32, cf. Jul.Or.5.167b: mostly in legal sense, informer, Th.1.132, etc.; as epith. of Heracles, Vit.Soph; ἀδικήματος Antipho 2.2.5; μ. κατά τινος Id.5.24, And.1.19, Lys.13.2; κατὰ σαυτοῦ μ. ἐπὶ τοῖς συμβᾶσι γεγονώς D.18.284; τῶν ἀποκτεινάντων Antipho 2.4.3; of a woman, Cratin.428.

German (Pape)

[Seite 175] ὁ, der Anzeiger, Angeber; μηνυτὴν χρόνον, die verrathende Zeit, Eur. Hipp. 1051; Thuc. 1, 132 u. öfter; Plat. Polit. 272 d; αἰσχρῶν ἔργων, Legg. IX, 872 c, öfter; Antiph. 2 δ 3. 5, 24; γίγνεσθαί τινι, Lys. 12, 32; κατά τινος γίγνεσθαι, 13, 2; Folgde. Auch von einer Frau, Cratin. fr. inc. 77.

Greek (Liddell-Scott)

μηνῡτής: -οῦ, Δωρ. μᾱνῡτάς, ᾶ, ὁ, ὁ φέρων εἰς φῶς, ἀποκαλύπτων, καταμηνύων, μ. χρόνος Εὐρ. Ἱππ. 1051. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μηνύων, ἀναγγέλλων, τοῖς μέλλουσιν ἀποθανεῖσθαι Λυσ. 123. 5˙ ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ νομικῆς σημασίας, ὡς τὸ Λατ. delator, ἀδικήματος Ἀντιφῶν 117. 6, Θουκ. 1. 132, κτλ., Ἀνδοκ. 3. 40˙ μ. κατά τινος Ἀντιφῶν 132. 17, Λυσ. 130. 3˙ κατὰ σαυτοῦ μηνυτὴς ἐπὶ τοῖς συμβᾶσι γεγονὼς Δημ. 302 20˙ τῶν ἀποκτεινάντων Ἀντιφῶν 119. 31˙ ― ἐπὶ γυναικός, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 77, πρβλ. Λοβ. Παραλ. 271. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «Μηνυτής˙ Ἡρακλῆς ἐν Ἀθήναις».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 révélateur;
2 en mauv. part dénonciateur.
Étymologie: μηνύω.

Greek Monolingual

ο,θηλ. και μηνύτρια (ΑΜ μηνυτής και δωρ. τ. μανυτάς, θηλ. μηνύτρια) μηνύω
αυτός που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη ή αυτός που υποβάλλει μήνυση
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που φέρνει μήνυμα, αγγελιαφόρος, απεσταλμένος
2. αυτός που δίνει πληροφορίες
αρχ.
1. αυτός που αποκαλύπτει
2. αυτός που αναγγέλλει
3. ως κύριο όν. Μηνυτής
προσωνυμία του Ηρακλέους στην Αθήνα.