ἵπταμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>Moy;<br />impf.</i> ἱπτάμην, <i>ao.2</i> [[ἐπτάμην]];<br /><i>réc. c.</i> [[πέτομαι]].
|btext=<i>Moy;<br />impf.</i> ἱπτάμην, <i>ao.2</i> [[ἐπτάμην]];<br /><i>réc. c.</i> [[πέτομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἵπταμαι]])<br />(μτγν. τ. [[αντί]] [[πέτομαι]]) ανυψώνομαι στον αέρα, [[διασχίζω]] τον αέρα, [[πετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. ενεστ.) <i>ιπτάμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[μέλος]] του προσωπικού της πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[πτήση]] τών αεροπλάνων, όπως [[είναι]] λ.χ. οι πιλότοι και οι μηχανικοί, σε [[αντιδιαστολή]] με το προσωπικό εδάφους, το οποίο δεν μετέχει στις πτήσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ιπτάμενα φρούρια» — [[βαριά]] βομβαρδιστικά αεροπλάνα, της εποχής του Β' Παγκόσμιου πολέμου, με ισχυρό εξοπλισμό, επιθετικό και αμυντικό<br />β) «ιπτάμενα πλοία» — πλοία ταχύπλοα ειδικού τύπου, με δύο ισχυρούς βραχίονες οπλισμένους με πτερύγια εξέχοντα από τις δύο πλευρές, τα οποία, όταν το [[σκάφος]] αναπτύσσει [[ταχύτητα]], το υψώνουν [[κατά]] ένα [[τμήμα]] του [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας και [[έτσι]] επιτυγχάνεται μεγαλύτερη [[ταχύτητα]] με την [[ίδια]] [[ιπποδύναμη]], κν. δελφίνια<br />γ) <b>ιατρ.</b> «ιπτάμενες μύγες» — [[είδος]] ενδοπτικών φαινομένων, [[κατά]] το οποίο εμφανίζονται κινούμενα [[σημεία]] στο οπτικό [[πεδίο]], σαν μύγες, αλλ. [[μυιοψία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἵ</i>-<i>πτᾰ</i>-<i>μαι</i><br />από τη ρ. <i>πτᾰ</i> (<span style="color: red;"><</span> δισύλλ. <i>πετᾱ</i>, μονοσύλλ. <i>πετ</i>.-) και αναλογικό ενεστωτ. διπλασιασμό<br />μτγν. τ. του [[πέτομαι]], που σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] το <i>ἵσταμαι</i>, [[επειδή]] συνέπιπτε ο αόρ. και ο [[μέλλων]] [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἔπτην</i>, <i>πτήσομαι</i> - <i>ἔστην</i>, <i>στήσομαι</i>].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵπταμαι Medium diacritics: ἵπταμαι Low diacritics: ίπταμαι Capitals: ΙΠΤΑΜΑΙ
Transliteration A: híptamai Transliteration B: hiptamai Transliteration C: iptamai Beta Code: i(/ptamai

English (LSJ)

-πέτομαι, Mosch.3.43, Babr.65.4, Jul.Or.2.72a, etc.; censured by Luc.Sol.7,Lex.25.

German (Pape)

[Seite 1262] = πέτομαι, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἵπταμαι: ἀποθ., ἕτερος τύπος τοῦ πέτομαι, ἀπαντῶν παρὰ Μόσχῳ 3. 43, Βαβρ. 65. 4, Λουκ., καὶ παρ’ ἄλλοις μεταγεν.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 325. Ἴδε πέτομαι.

French (Bailly abrégé)

Moy;
impf.
ἱπτάμην, ao.2 ἐπτάμην;
réc. c. πέτομαι.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἵπταμαι)
(μτγν. τ. αντί πέτομαι) ανυψώνομαι στον αέρα, διασχίζω τον αέρα, πετώ
νεοελλ.
1. (η μτχ. ενεστ.) ιπτάμενος, -η, -ο
μέλος του προσωπικού της πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται κατά την πτήση τών αεροπλάνων, όπως είναι λ.χ. οι πιλότοι και οι μηχανικοί, σε αντιδιαστολή με το προσωπικό εδάφους, το οποίο δεν μετέχει στις πτήσεις
2. φρ. α) «ιπτάμενα φρούρια» — βαριά βομβαρδιστικά αεροπλάνα, της εποχής του Β' Παγκόσμιου πολέμου, με ισχυρό εξοπλισμό, επιθετικό και αμυντικό
β) «ιπτάμενα πλοία» — πλοία ταχύπλοα ειδικού τύπου, με δύο ισχυρούς βραχίονες οπλισμένους με πτερύγια εξέχοντα από τις δύο πλευρές, τα οποία, όταν το σκάφος αναπτύσσει ταχύτητα, το υψώνουν κατά ένα τμήμα του πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και έτσι επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ταχύτητα με την ίδια ιπποδύναμη, κν. δελφίνια
γ) ιατρ. «ιπτάμενες μύγες» — είδος ενδοπτικών φαινομένων, κατά το οποίο εμφανίζονται κινούμενα σημεία στο οπτικό πεδίο, σαν μύγες, αλλ. μυιοψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < -πτᾰ-μαι
από τη ρ. πτᾰ (< δισύλλ. πετᾱ, μονοσύλλ. πετ.-) και αναλογικό ενεστωτ. διπλασιασμό
μτγν. τ. του πέτομαι, που σχηματίστηκε αναλογικά προς το ἵσταμαι, επειδή συνέπιπτε ο αόρ. και ο μέλλων κατά το σχήμα ἔπτην, πτήσομαι - ἔστην, στήσομαι].