πέλεια: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />pigeon, colombe, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πελός]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />pigeon, colombe, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πελός]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[wild]] [[dove]], [[wild]] [[pigeon]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:29, 15 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (cf. πελλός)
A dove or pigeon, esp. wild rock-pigeon, Columba livia, Od.15.527, etc. ; φύγεν ὥς τε π. Il. 21.493 ; τρήρων (q. v.) πέλεια 23.853, Od.12.62, etc. ; πτηνὴ π. S.Aj.140, cf. E. Ion 1197 ; ὑπόπτεροι π. S. Ph.289 ; cf. sq. 1. II πέλειαι, αἱ, prophetic priestesses at Dodona, Paus.7.21.2, 10.12.10 ; cf. sq. 11 and πελείους.
German (Pape)
[Seite 550] ἡ, die wilde Taube, nach ihrer schwarzblauen Farbe benannt; bei Hom. gew. Sinnbild der Furchtsamkeit, φύγεν ὥςτε πέλεια, Il. 21, 493; τρήρων, oft; Aesch. Prom. 859; πεφόβημαι πτηνῆς ὡς ὄμμα πελείας, Soph. Ai. 140; Phil. 259; πτηνὸς κῶμος πελειῶν, Eur. Ion 1197; Ar. Av. 575, nach Hom. S. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
πέλεια: ἡ, (πελὸς) ἡ ἀγρία περιστερά, Columba oenas (πρβλ. οἰνάς), οὕτως ὀνομασθεῖσα ἐκ τοῦ σκοτεινοῦ αὐτῆς χρώματος, Ὀδ. Ο. 526, κτλ.˙ ὡς σύμβολον δέους καὶ τρόμου, φύγεν ὥς τε πέλεια Ἰλ. Φ. 493˙ ἐντεῦθεν συνεχῶς καλεῖται τρήρων (ὅπερ κατήντησε νὰ τίθηται καθ’ ἑαυτὸ ἀντὶ τοῦ πέλεια), Ἰλ. Ε. 778, Ψ. 853, Ὀδ. Μ. 62, κτλ.˙ πτηνὴ π. Σοφ. Αἴ. 140, πρβλ. Εὐρ. Ἴων 853, ὑπόπτεροι π. Σοφ. Φ. 289˙ πρβλ. πελειὰς Ι. ΙΙ. πέλειαι, αἱ, ὄνομα τῶν προφητίδων ἱερειῶν τῶν παλαιῶν χρόνων, πιθ., ληφθὲν ἐκ τῶν μαντικῶν περιστερῶν τῆς Δωδώνης, Ἡρόδ. 2. 55, 57, Παυσ. 7. 21, 2., 10. 12, 10˙ ὡσαύτως πελειάδες, Σοφ. Τρ. 172. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλειαι˙ περιστεραί. καὶ αἱ ἐν Δωδώνῃ θεσπίζουσαι μάντεις. Ἀριστοτέλης φησὶ διαφέρειν περιστερὰς καὶ πελείας.»
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pigeon, colombe, oiseau.
Étymologie: πελός.