μύκηρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />amandier <i>ou</i> noisettier <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG substrat.
|btext=ου (ὁ) :<br />amandier <i>ou</i> noisettier <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG substrat.
}}
{{grml
|mltxt=[[μύκηρος]], λακων. τ. [[μούκηρος]], ὁ (Α)<br />το [[αμύγδαλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα [[μύσσομαι]], [[μύξα]] «[[βλέννα]]», λατ. <i>m</i><i>ū</i><i>cus</i>», «[[βλέννα]]», [[οπότε]] θα είχε σημ. «[[μαλακός]], [[βλεννώδης]] [[καρπός]]», [[άποψη]] που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τη συνώνυμή της [[αμυγδάλη]], [[οπότε]] ανάγεται και αυτή στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Η λ. εμφανίζεται ως α' συνθετικό στο σύνθ. [[μουκηροβαγός]]].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύκηρος Medium diacritics: μύκηρος Low diacritics: μύκηρος Capitals: ΜΥΚΗΡΟΣ
Transliteration A: mýkēros Transliteration B: mykēros Transliteration C: mykiros Beta Code: mu/khros

English (LSJ)

ὁ,

   A = ἀμυγδάλη, almond, Lacon. and Tenian word, Seleuc. ap.Ath.2.52c: Lacon. also μούκηρος Pamphil.ib.53b:—hence μουκηρόβατος (leg. -βαγός, i. e. -ϝᾱγός from ἄγνυμι), ὁ, = καρυοκατάκτης, Id.ibid.; written μουκηρόβας in Hsch.

German (Pape)

[Seite 216] ὁ, Mandel-, Nußbaum, Hesych. Vgl. das lakon. μούκηρος.

Greek (Liddell-Scott)

μύκηρος: ὁ, ἀμύγδαλον, Ἀμερίας παρ’ Ἀθην. 52C, Λακωνικ. ὡσαύτως μούκηρος, Πάμφιλ. αὐτόθι 53Β· «Λάκωνας δὲ Σέλευκος ἐν γλώσσαις φησὶ καλεῖσθαι τὰ μαλακὰ κάρυα μουκήρους, Τηνίους δὲ καὶ γλυκέα κάρυα» 52C: - παρὰ τῷ αὐτῷ μνημονεύεται καὶ μουκηρόβατος, Λακων. ἀντὶ καρυοκατάκτης, καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ. ὁ Ἡσύχ. ἔχει μουκηροβαγόρ· ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ὁ Dobree διώρθωσε μουκηροβάκτας, (ἴδε -ϝάκτας, ἐκ τοῦ ϝάγνυμι), Ahr. D. D. σελ. 45 μουκηρο-βαγός, (δηλ. -ϝαγός). - Ἴδε Χατζιδάκην ἐν Ἀθηνᾶς τ. 8, σ. 18 καὶ 21.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
amandier ou noisettier arbre.
Étymologie: DELG substrat.

Greek Monolingual

μύκηρος, λακων. τ. μούκηρος, ὁ (Α)
το αμύγδαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα μύσσομαι, μύξα «βλέννα», λατ. mūcus», «βλέννα», οπότε θα είχε σημ. «μαλακός, βλεννώδης καρπός», άποψη που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τη συνώνυμή της αμυγδάλη, οπότε ανάγεται και αυτή στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Η λ. εμφανίζεται ως α' συνθετικό στο σύνθ. μουκηροβαγός].