κρώζω: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=pousser un cri rauque ; produire un bruit strident, grincer <i>en parl. d’une voiture</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Κραγ, Κρωγ, crier ; cf. [[κράζω]]. | |btext=pousser un cri rauque ; produire un bruit strident, grincer <i>en parl. d’une voiture</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Κραγ, Κρωγ, crier ; cf. [[κράζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[κρώζω]])<br /><b>1.</b> (για τον κόρακα, την [[κουρούνα]] ή άλλα πτηνά) [[εκβάλλω]] κρωγμούς, [[φωνάζω]] κρα κρα («μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ [[λακέρυζα]] [[κορώνη]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[κραυγάζω]] με βραχνή [[φωνή]] («τοῡτο μέν, ὦ γραῡ, σαυτῇ κρώξαις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[άμαξα]]) [[τρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προϊόν ονοματοποιίας (<b>[[πρβλ]].</b> [[κράζω]]), που εμφανίζει την εκτεταμένηετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>κρω</i>-) του ΙΕ τ. <i>kre</i>-<i>g</i>- (παρεκτεταμένη με ουρανικό -<i>g</i>- [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>- / <i>kre</i>-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, και συνδέεται με τα [[κράζω]], λατ. <i>crocio</i> «[[κρώζω]]», αρχ. σλαβ. <i>kraču</i>, <i>krakati</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρωγμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρώγμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κρωκτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[επικρώζω]], [[κατακρώζω]], [[παρακρώζω]], [[περικρώζω]], [[υποκρώζω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
fut. κρώζω, prop.
A croak, of the κορώνη, Hes.Op.747, cf. Ar. Av.2, 24, Arat.953, Luc.Asin.12, Poll.5.89; also of other birds, as cranes, Ar.Av.710; of young halcyons, Luc.VH2.40; also, of men, croak out, τι Ar.Lys.506, Pl.369; of a wagon, creak, groan, Babr.52.5. (Onomatop.)
German (Pape)
[Seite 1517] onomatopoetisch, vgl. κράζω, κλώζω, krächzen, schreien; von der Krähe, μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ λακέρ υζα κορώνη Hes. O. 745; Ar. Av. 2; Arat. 953; von Schwänen, Luc. electr. 5; vom Eisvogel, V. H. 2, 40. – Uebertr., von Menschen, krähen, mit heiserer Stimme kreischen, krächzen, Ar. Lys. 506 Plut. 369.
Greek (Liddell-Scott)
κρώζω: μέλλ. κρώξω, κυρίως, κράζω ὡς ὁ κόραξ ἢ ἡ κορώνη, Λατ. crocitare, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 745, Ἀριστοφ. Ὄρ. 2, 24, Λουκ. Ὄν. 12· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἄλλων πτηνῶν, οἷον γεράνων, Ἀριστοφ. Ὄρ. 710· ἐπὶ νεαρῶν ἁλκυόνων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, κραυγάζω, βοῶ, τι Ἀριστοφ. Λυσ. 506, Πλ. 369· ἐπὶ ἁμάξης, τρίζω, Βαβρ. 52. 5. (Κατ᾿ ὀνοματοπ. ὡς τὰ κράζω, κλάζω, κλώζω· πρβλ. κόραξ ἐν τέλ.)
French (Bailly abrégé)
pousser un cri rauque ; produire un bruit strident, grincer en parl. d’une voiture.
Étymologie: R. Κραγ, Κρωγ, crier ; cf. κράζω.
Greek Monolingual
(AM κρώζω)
1. (για τον κόρακα, την κουρούνα ή άλλα πτηνά) εκβάλλω κρωγμούς, φωνάζω κρα κρα («μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ λακέρυζα κορώνη», Ησίοδ.)
2. (για πρόσωπα) κραυγάζω με βραχνή φωνή («τοῡτο μέν, ὦ γραῡ, σαυτῇ κρώξαις», Αριστοφ.)
αρχ.
(για άμαξα) τρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. κράζω), που εμφανίζει την εκτεταμένηετεροιωμένη βαθμίδα (κρω-) του ΙΕ τ. kre-g- (παρεκτεταμένη με ουρανικό -g- μορφή της ΙΕ ρίζας ker- / kre-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, και συνδέεται με τα κράζω, λατ. crocio «κρώζω», αρχ. σλαβ. kraču, krakati.
ΠΑΡ. κρωγμός
αρχ.
κρώγμα
μσν.
κρωκτικός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. επικρώζω, κατακρώζω, παρακρώζω, περικρώζω, υποκρώζω].