πάρνοψ: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οπος (ὁ) :<br />sorte de sauterelle, <i>insecte</i> = [[κόρνοψ]].<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. établie - forme donnée par LSJ et Chantraine ; Bailly donne fautivement πάρνωψ, qui ne se retrouve pas dans le TLG.
|btext=οπος (ὁ) :<br />sorte de sauterelle, <i>insecte</i> = [[κόρνοψ]].<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. établie - forme donnée par LSJ et Chantraine ; Bailly donne fautivement πάρνωψ, qui ne se retrouve pas dans le TLG.
}}
{{grml
|mltxt=και πόρνοψ, -οπος, ὁ, Α<br />[[είδος]] ακρίδας («ἀπό τῶν παρνόπων, οὕς οἱ Οἰταῑαι κόρνοπας λέγουσι», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η [[σύνδεση]] του τ. με τα [[περκνός]] «[[μαύρος]]», «[[πράκνον]]<br /><i>μέλανα</i>» (<b>Ησύχ.</b>) και <i>περκνό</i>-<i>πτερος</i>. Ο τ. εμφανίζει κατάλ. -<i>οψ</i> (<b>πρβλ.</b> [[δρύοψ]], [[σκάλοψ]]) και παράλληλο τ. με αρκτικό <i>κ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[κόρνοψ]])].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρνοψ Medium diacritics: πάρνοψ Low diacritics: πάρνοψ Capitals: ΠΑΡΝΟΨ
Transliteration A: párnops Transliteration B: parnops Transliteration C: parnops Beta Code: pa/rnoy

English (LSJ)

οπος, ὁ, a kind of

   A locust, = κόρνοψ, Ar.Ach.150, Av.588, Nicophoi, Gal.UP3.2, Ael.NA6.19 :—hence Παρνόπιος Ἀπόλλων, averter of locusts, Paus. 1.24.8 : also Παρνοπίων, ωνος, ὁ, Str.13.1.64 ; as name of a month among the Aeolians of Asia, ibid. (nisi leg. Πορν-, v. Πορνόπιος).

German (Pape)

[Seite 524] οπος, ὁ, eine Heuschreckenart; Ar. Ach. 150 Av. 588; Ael. H. A. 5, 19 u. a. Sp.; nach Suid. auch μέλισσαι ἄγριαι, auch κόρνωψ.

Greek (Liddell-Scott)

πάρνοψ: -οπος, ὁ, εἶδος ἀκρίδος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 150, Ὄρν. 588˙ ὁ Νικοφῶν ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» διακρίνει τὸν πάρνοπα ἀπὸ τῆς ἀκρίδος, 1˙ πρβλ. κόρνοψ ― ἐντεῦθεν παρνόπιος Ἀπόλλων, ὁ ἀποτρέπων, ἀπομακρύνων τὰς ἀκρίδας, Παυσ. 1. 24, 8˙ οὕτω προνοπίων, ωνος, καὶ θυσία συντελεῖται Πορνοπίωνι Ἀπόλλωνι Στράβ. 613˙ ὡσαύτως ὡς ὄνομα μηνὸς παρὰ τοῖς ἐν Ἀσίᾳ Αἰολεῦσι, αὐτόθι. ― Κατὰ Φώτ. «πάρνοπες: ἀττελάβοι οἱ δὲ τὰς Κυπρίας ἀκρίδας οὕτω ἀπέδοσαν», κατὰ δὲ Σουΐδαν: «πάρνοψ ἀκρίδος εἶδος, οἱ δὲ μελίσσας ἀγρίας; ..., οἱ δὲ κώνωπας.»

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ) :
sorte de sauterelle, insecte = κόρνοψ.
Étymologie: DELG pas d’étym. établie - forme donnée par LSJ et Chantraine ; Bailly donne fautivement πάρνωψ, qui ne se retrouve pas dans le TLG.

Greek Monolingual

και πόρνοψ, -οπος, ὁ, Α
είδος ακρίδας («ἀπό τῶν παρνόπων, οὕς οἱ Οἰταῑαι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση του τ. με τα περκνός «μαύρος», «πράκνον
μέλανα» (Ησύχ.) και περκνό-πτερος. Ο τ. εμφανίζει κατάλ. -οψ (πρβλ. δρύοψ, σκάλοψ) και παράλληλο τ. με αρκτικό κ- (βλ. λ. κόρνοψ)].