ἐπιπήγνυμι: Difference between revisions
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> faire figer <i>ou</i> durcir à la surface ; <i>Pass.</i> se congeler à la surface;<br /><b>2</b> ficher sur ; emboîter, ajuster solidement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πήγνυμι]]. | |btext=<b>1</b> faire figer <i>ou</i> durcir à la surface ; <i>Pass.</i> se congeler à la surface;<br /><b>2</b> ficher sur ; emboîter, ajuster solidement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πήγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιπήγνυμι]] και ἐπιπηγνύω (AM) [[πήγνυμι]]<br />[[τοποθετώ]] [[επάνω]], [[στερεώνω]], [[θεμελιώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να πήξει ή να παγώσει στην [[επιφάνεια]] («ὁ δὲ [[παγετὸς]] ἐπιπήξας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[πήζω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιπήγνυμαι</i><br />προσηλώνομαι, στερεώνομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:31, 29 September 2017
English (LSJ)
or ἐπιπηγνύω,
A make to freeze on the top, X.Cyn.5.1:—Pass., with intr. pf. ἐπιπέπηγα, congeal, coagulate, Thphr.CP5.13.2, Gal. 18(1).597. II. Pass., to be fastened on, ὀργάνῳ Heliod. ap. Orib. 49.4.39. (Cf. ἐπιπήσσομαι).
German (Pape)
[Seite 969] (s. πήγνυμι), 1) auf der Oberfläche hart werden lassen, gerinnen od. gefrieren machen, vom Reif, Xen. Cyn. 5, 1. – Pass., auf der Oberfläche gefrieren, Theophr. – 2) darein befestigen, einsetzen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπήγνῡμι: ἢ -ύω, στερεώνω, θεμελιώνω τι, ἁψίδων ἐπέπηξε βάσιν Παύλ. Σιλεντ. Ἔκφρ. Μεγάλ. Ἐκκλ. 497. ΙΙ. κάμνω τι νὰ πήξῃ ἢ παγώσῃ κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ὁ δὲ παγετὸς ἐπιπήξας Ξεν. Κυν. 5. 1. - Παθ., μετ’ ἀμεταβ. πρκμ. ἐπιπέπηγα, ὅταν ἀνίῃ καὶ πάλιν ἐπιπηγνύηται, ἐπὶ πάγου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 13, 2.
French (Bailly abrégé)
1 faire figer ou durcir à la surface ; Pass. se congeler à la surface;
2 ficher sur ; emboîter, ajuster solidement.
Étymologie: ἐπί, πήγνυμι.
Greek Monolingual
ἐπιπήγνυμι και ἐπιπηγνύω (AM) πήγνυμι
τοποθετώ επάνω, στερεώνω, θεμελιώνω
αρχ.
1. κάνω κάτι να πήξει ή να παγώσει στην επιφάνεια («ὁ δὲ παγετὸς ἐπιπήξας», Ξεν.)
2. (αμτβ.) πήζω
3. παθ. ἐπιπήγνυμαι
προσηλώνομαι, στερεώνομαι.