καθαιμάσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> καθῄμαξα;<br />ensanglanter.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἱμάσσω]].
|btext=<i>ao.</i> καθῄμαξα;<br />ensanglanter.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἱμάσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[καθαιμάσσω]])<br />[[καθιστώ]] αιματηρό, [[ματώνω]], [[κηλιδώνω]] με [[αίμα]], [[ραντίζω]] ή [[βάφω]] [[κάτι]] με [[αίμα]] («καθαιμάσσειν γλῶτταν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αἱμάσσω]] «[[ματώνω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθαιμάσσω Medium diacritics: καθαιμάσσω Low diacritics: καθαιμάσσω Capitals: ΚΑΘΑΙΜΑΣΣΩ
Transliteration A: kathaimássō Transliteration B: kathaimassō Transliteration C: kathaimasso Beta Code: kaqaima/ssw

English (LSJ)

   A make bloody, sprinkle or stain with blood, τινα A.Eu.450; χρόα, δέρην, E.Hec.1126, Or.1527; σκήπτρῳ κ. κάρα Id.Andr.588; τὴν γλῶτταν Pl.Phdr.254e.

German (Pape)

[Seite 1279] mit Blut besudeln; Aesch. Eum. 450; σκήπτρῳ σὸν καθαιμάξω κάρα Eur. Andr. 588; τὰς γνάθους καθῄμαξε Plat. Phaedr. 254 e.

Greek (Liddell-Scott)

καθαιμάσσω: μέλλ. -ξω, καθιστῶ αἱματηρόν, ῥαντίζω ἢ κηλιδώνω μὲ αἷμα, «καταματώνω», τινα Αἰσχύλ. Εὐρ. 540· χρόα, δέρην καθαιμάξαι Εὐρ. Ἑκ. 1126, Ὀρ. 1527· σκήπτρῳ κ. κάρα ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 588· τὴν γλῶτταν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε.

French (Bailly abrégé)

ao. καθῄμαξα;
ensanglanter.
Étymologie: κατά, αἱμάσσω.

Greek Monolingual

καθαιμάσσω)
καθιστώ αιματηρό, ματώνω, κηλιδώνω με αίμα, ραντίζω ή βάφω κάτι με αίμα («καθαιμάσσειν γλῶτταν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἱμάσσω «ματώνω»].