κακορρέκτης: Difference between revisions
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
(7) |
(18) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=kakorre/kths | |Beta Code=kakorre/kths | ||
|Definition=ου, ὁ, (ῥέζω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">evil-doer</b>, <span class="bibl">A.R.3.595</span>.</span> | |Definition=ου, ὁ, (ῥέζω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">evil-doer</b>, <span class="bibl">A.R.3.595</span>.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακορρέκτης]], ὁ, θηλ. κακορρέκτειρα (Α)<br />αυτός που πράττει το [[κακό]], [[καταστρεπτικός]], [[βλαπτικός]], [[επιβλαβής]] («[[κακορρέκτης]] [[δαίμων]]», Ευδοκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ρέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ρέζω]] «[[πράττω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγαλο</i>-<i>ρρέκτης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (ῥέζω)
A evil-doer, A.R.3.595.
Greek Monolingual
κακορρέκτης, ὁ, θηλ. κακορρέκτειρα (Α)
αυτός που πράττει το κακό, καταστρεπτικός, βλαπτικός, επιβλαβής («κακορρέκτης δαίμων», Ευδοκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + ρέκτης (< ρέζω «πράττω»), πρβλ. μεγαλο-ρρέκτης].