μελῳδία: Difference between revisions
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />chant.<br />'''Étymologie:''' [[μελῳδός]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />chant.<br />'''Étymologie:''' [[μελῳδός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑM [[μελῳδία]]) [[μελωδός]]<br /><b>1.</b> η [[αρμονία]] και ο [[ρυθμός]] με τον οποίο τραγουδιέται ένα [[ποίημα]], [[μουσική]] [[σύνθεση]]<br /><b>2.</b> [[άσμα]], [[τραγούδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ρυθμική, ευχάριστη [[απαγγελία]]<br /><b>2.</b> γαλλικό έντεχνο [[τραγούδι]] του 19ου και του 20ού αιώνα με [[συνοδεία]], [[κυρίως]], πιάνου<br /><b>μσν.</b><br />μουσικό όργανο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[μουσική]]<br /><b>2.</b> χορικό [[άσμα]]<br /><b>3.</b> [[νανούρισμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A singing, chanting, E.Rh.923, etc. II chant, choral song, μελῳδίας ποιητής Pl.Lg.935e, cf. 812d; lullaby, ib.790e: generally, music, Phld.Mus.p.12 K.
German (Pape)
[Seite 129] ἡ, das Singen, Eur. Rhes. 932; die Sangweise, Melodie, das lyrische Gedicht, Lied, ποιητῇ κωμῳδίας ἢ ἰάμβων ἢ μελῳδίας vrbdt Plat. Legg. XI, 935 c; τοῦ τὴν μελῳδίαν ξυνθέντος ποιητοῦ, VII, 812 d; auch κατὰ ὀρχήσεις ἢ κατὰ μελῳδίας, 794 e; Ath. XIV, 632; vom Gesange der Vögel, Luc. Philop. 3.
Greek (Liddell-Scott)
μελῳδία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ᾄδειν μελῳδικῶς, ψαλμῳδία, Εὐρ. Ρῆσ. 923, κτλ. II. ᾠδή, ᾆσμα χορικόν, αἱ λέξεις μετὰ τοῦ μουσικοῦ ἤχου, συνεποίεις [Εὐριπίδῃ] ... τὴν μ. Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 231b· μελῳδίας ποιητὴς Πλάτ. Νόμ. 812D, 935E, πρβλ. 790E. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μελῳδία· ἡδυφωνία».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chant.
Étymologie: μελῳδός.
Greek Monolingual
η (ΑM μελῳδία) μελωδός
1. η αρμονία και ο ρυθμός με τον οποίο τραγουδιέται ένα ποίημα, μουσική σύνθεση
2. άσμα, τραγούδι
νεοελλ.
1. ρυθμική, ευχάριστη απαγγελία
2. γαλλικό έντεχνο τραγούδι του 19ου και του 20ού αιώνα με συνοδεία, κυρίως, πιάνου
μσν.
μουσικό όργανο
αρχ.
1. η μουσική
2. χορικό άσμα
3. νανούρισμα.