καταμερίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f. att.</i> καταμεριῶ;<br /><b>1</b> partager : [[τι]] [[εἰς]] [[πολλά]] une chose en plusieurs parties;<br /><b>2</b> répartir, distribuer : [[τί]] τισι qch à plusieurs personnes.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μερίζω]].
|btext=<i>f. att.</i> καταμεριῶ;<br /><b>1</b> partager : [[τι]] [[εἰς]] [[πολλά]] une chose en plusieurs parties;<br /><b>2</b> répartir, distribuer : [[τί]] τισι qch à plusieurs personnes.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μερίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[καταμερίζω]])<br />[[διαιρώ]] σε [[πολλά]] μικρά μέρη, [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κομματιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταμερίζομαι</i><br />(για οσμές) διαλύομαι στα συστατικά μου.
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμερίζω Medium diacritics: καταμερίζω Low diacritics: καταμερίζω Capitals: ΚΑΤΑΜΕΡΙΖΩ
Transliteration A: katamerízō Transliteration B: katamerizō Transliteration C: katamerizo Beta Code: katameri/zw

English (LSJ)

   A cut in pieces, [τὸν Πλοῦτον] εἰς πολλά Luc.Tim.12; λίθους εἰς μεγέθη D.S.5.13: metaph., εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον Id.3.40:—Pass., of flavours, to be resolved into components, Thphr.Od.65.    2 distribute, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη X.An.7.5.4; κ. εἰς λόχους, = καταλοχίζω, Ascl.Tact.2.1:— Med., ἕκαστόν τι εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Thphr.CP5.2.5.

German (Pape)

[Seite 1363] zertheilen, zerstückeln; εἰς πολλά Luc. Tim. 12; D. Sic. 3, 40; – vertheilen, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη Xen. An. 7, 5, 4.

Greek (Liddell-Scott)

καταμερίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, κόπτω εἰς μέρη ἢ τεμάχια, τὸν Πλοῦτον εἰς πολλὰ Λουκ. Τίμ. 12˙ εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον Διόδ. 3. 40. 2) διαμοιράζω, διανέμω, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη Ξεν. Ἀν. 7. 5. 4. Μέσ., ἀμοιβαίως διανέμω, «μοιράζομαι», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5˙ 2. 5.

French (Bailly abrégé)

f. att. καταμεριῶ;
1 partager : τι εἰς πολλά une chose en plusieurs parties;
2 répartir, distribuer : τί τισι qch à plusieurs personnes.
Étymologie: κατά, μερίζω.

Greek Monolingual

(AM καταμερίζω)
διαιρώ σε πολλά μικρά μέρη, διανέμω, διαμοιράζω
αρχ.
1. κομματιάζω
2. παθ. καταμερίζομαι
(για οσμές) διαλύομαι στα συστατικά μου.