ἐπιβοηθέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />venir au secours : τινι de qqn ; [[ἐπί]] τινα XÉN contre un ennemi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[βοηθέω]].
|btext=-ῶ :<br />venir au secours : τινι de qqn ; [[ἐπί]] τινα XÉN contre un ennemi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[βοηθέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβοηθέω:''' Ιων. -[[βωθέω]], μέλ. <i>-σω</i>, [[έρχομαι]] προς [[βοήθεια]], συνδράμω, [[βοηθώ]], <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβοηθέω Medium diacritics: ἐπιβοηθέω Low diacritics: επιβοηθέω Capitals: ΕΠΙΒΟΗΘΕΩ
Transliteration A: epiboēthéō Transliteration B: epiboētheō Transliteration C: epivoitheo Beta Code: e)pibohqe/w

English (LSJ)

Dor. ἐπι-βοᾱθέω,

   A come to aid, succour, τινί Hdt.3.146, 7.207, Th.1.73, 4.29, al., SIG398.7 (Cos, iii B.C.): abs., Th.3.69, PPetr.2p.143 (iii B.C.), etc.    II. come to aid against, τινί Th.3.26; ἐπὶ τὸ ἐχόμενον X.HG7.5.24.

German (Pape)

[Seite 929] zu Hülfe herbeikommen, τινί, Her. 3, 146. 7, 207; ἐπιβωθέειν 8, 1. 14; absol., Thuc.; τινί Xen. An. 6, 5, 9; ἐπί τινα Hell. 7, 5, 24 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβοηθέω: Ἰων. -βωθέω, ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, βοηθῶ, τινὶ Ἡρόδ. 3. 146., 7. 207, Θουκ. 3. 69., 4. 29, κ. ἀλλ. ΙΙ. πέμπω βοήθειαν ἐναντίον τινός, ὅπως οἱ Ἀθηναῖοι, ἀμφοτέρωθεν θορυβούμενοι, ἧσσον ταῖς ναυσὶν ἐς τὴν Μυτιλήνην καταπλεούσαις ἐπιβοηθήσουσιν ὁ αὐτ. 3. 26· ἐπί τινα Ξεν. Ἑλλην. 7. 5, 24· ἀπολ., Θουκ. 3. 96 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
venir au secours : τινι de qqn ; ἐπί τινα XÉN contre un ennemi.
Étymologie: ἐπί, βοηθέω.

Greek Monotonic

ἐπιβοηθέω: Ιων. -βωθέω, μέλ. -σω, έρχομαι προς βοήθεια, συνδράμω, βοηθώ, τινί, σε Ηρόδ., Θουκ.