εὔστροφος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰστροφος]];<br />ος, ον :<br /><b>1</b> bien tourné, bien tressé;<br /><b>2</b> qui se tourne aisément en tous sens, flexible, souple;<br /><i>Sp.</i> εὐστροφώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στρέφω]].
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰστροφος]];<br />ος, ον :<br /><b>1</b> bien tourné, bien tressé;<br /><b>2</b> qui se tourne aisément en tous sens, flexible, souple;<br /><i>Sp.</i> εὐστροφώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στρέφω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔστροφος]], -ον<br />Α και ἐΰστροφος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που στρέφεται ή κάμπτεται εύκολα, ο [[ευκίνητος]], ο [[ταχύς]] («ναυσὶν εὐστρόφοις καὶ ταχείαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οξύνους]], [[έξυπνος]] (α. «[[λόγος]] πρὸς τὰς ἀπαντήσεις [[εὔστροφος]]», <b>Πλούτ.</b><br />β. «εύστροφο [[πνεύμα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επιτήδειος]], [[ικανός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔστροφον</i><br />η [[ευκινησία]], η [[ταχύτητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[στριμμένος]] καλά, ο [[στερεός]] («ἐϋστρόφῳ οἰὸς ἀώτῳ» — με καλοστριμμένο [[μαλλί]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[ετοιμότητα]] πνεύματος («τὸ εὔστροφον τοῡ φθέγματος», Φιλόστρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευστρόφως</i> και -<i>α</i> (ΑΜ εὐστρόφως)<br /><b>1.</b> με εύστροφο τρόπο, με [[ευκινησία]]<br /><b>2.</b> με έξυπνο τρόπο, με [[ετοιμότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρόφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγχί</i>-<i>στροφος</i>, [[αντί]]-<i>στροφος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔστροφος Medium diacritics: εὔστροφος Low diacritics: εύστροφος Capitals: ΕΥΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: eústrophos Transliteration B: eustrophos Transliteration C: eystrofos Beta Code: eu)/strofos

English (LSJ)

Ep. ἐΰστρ-, ον,

   A well-twisted, ἐϋστρόφῳ οἰὸς ἀώτῳ with well-twisted wool (i.e. a sling), Il.13.599,716 (ἐϋστρεφεῖ Aristarch.).    II easily turned, manageable, νῆες E.IA293 (Sup., lyr.); turning easily on a pivot, Hero Aut.26.2: metaph., ζῷον, of man, Pl. Criti.109c; πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔ. λόγος Plu.2.803f; τὸ εὔ. τοῦ φθέγματος Philostr.VS2.10.5. Adv. -φως, τέθριππον ἕλκων APl.4.385, cf. Alex.Trall.1.16.

German (Pape)

[Seite 1100] ep. ἐΰστροφος, = εὐστρεφής, σφενδόνη Il. 13, 599. 716; – leicht zu lenken, zu wenden, lenksam, ναῦς Eur. I. A. 293; ζῷον Plat. Critia. 109 c; öfter bei Sp., πρὸς τὰ παλαίσματα Schol. Ar. Ach. 627. Auch ψυχή, Plut., λόγος πρὸς ἀπαντήσεις εὔστρ. reip. ger. praec. 8. – Adv., τέθριππον ἔλκων εὐστρόφως Stat. athl. 53 (Plan. 385).

Greek (Liddell-Scott)

εὔστροφος: Ἐπικ. ἐΰστροφος, ον, καλῶς περιεστραμμένος, «καλὰ στρημμένος», ἐϋστρόφω οἰὸς ἀώτῳ, «καλῶς περιεστραμμένῳ ἐρίῳ, τουτέστιν, ἐρεᾷ σφενδόνῃ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 599, 716. ΙΙ. εὐκόλως στρεφόμενος, εὐκίνητος, ἐλαφρός, ταχύς, γοργός, νῆες Εὐρ. Ι. Α. 293· ζῷον Πλάτ. Κριτί. 109C· πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστρ. Πλούτ. 2. 803F· τὸ εὔστροφον τοῦ φθέγματος Φιλόστρ. 589· - Ἐπίρρ. -φως, Ἀνθ. Πλαν. 385.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰστροφος;
ος, ον :
1 bien tourné, bien tressé;
2 qui se tourne aisément en tous sens, flexible, souple;
Sp. εὐστροφώτατος.
Étymologie: εὖ, στρέφω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔστροφος, -ον
Α και ἐΰστροφος, -ον)
1. αυτός που στρέφεται ή κάμπτεται εύκολα, ο ευκίνητος, ο ταχύς («ναυσὶν εὐστρόφοις καὶ ταχείαις», Πλούτ.)
2. οξύνους, έξυπνος (α. «λόγος πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστροφος», Πλούτ.
β. «εύστροφο πνεύμα»)
μσν.
1. επιτήδειος, ικανός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔστροφον
η ευκινησία, η ταχύτητα
αρχ.
1. ο στριμμένος καλά, ο στερεός («ἐϋστρόφῳ οἰὸς ἀώτῳ» — με καλοστριμμένο μαλλί, Ομ. Ιλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. η ετοιμότητα πνεύματος («τὸ εὔστροφον τοῡ φθέγματος», Φιλόστρ.).
επίρρ...
ευστρόφως και -α (ΑΜ εὐστρόφως)
1. με εύστροφο τρόπο, με ευκινησία
2. με έξυπνο τρόπο, με ετοιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στροφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. αγχί-στροφος, αντί-στροφος].