εὑρησιλογία: Difference between revisions
From LSJ
ὡς τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ → I would rather stand three times with a shield in battle than give birth once
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[εὑρεσιλογία]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[εὑρεσιλογία]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὑρησιλογία]] και [[εὑρεσιλογία]], ἡ (ΑΜ) [[ευρησίλογος]]<br />η [[ικανότητα]] να βρίσκει [[κάποιος]] έξυπνη [[ερμηνεία]] ή έξυπνα επιχειρήματα για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «εὑρησιλογίαν ἔχειν»<br />(για [[φαινόμενο]]) το να επιδέχεται έξυπνη [[ερμηνεία]]<br /><b>2.</b> [[ικανότητα]] στον σχηματισμό λογοπαιγνίων. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A skill in finding arguments, esp. perverse or sophisticalingenuity, Plb.18.46.3, D.S.1.37, Ph.1.628, 698, Plu.2.1033b, Arr.Epict.2.20.35: pl., Plb.12.26e.4, 29.1.2: -ίαν ἔχειν, of a phenomenon, admit of an ingenious explanation, Str.17.1.34.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. εὑρεσιλογία.
Greek Monolingual
εὑρησιλογία και εὑρεσιλογία, ἡ (ΑΜ) ευρησίλογος
η ικανότητα να βρίσκει κάποιος έξυπνη ερμηνεία ή έξυπνα επιχειρήματα για κάτι
αρχ.
1. φρ. «εὑρησιλογίαν ἔχειν»
(για φαινόμενο) το να επιδέχεται έξυπνη ερμηνεία
2. ικανότητα στον σχηματισμό λογοπαιγνίων.