ζώμευμα: Difference between revisions
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />jus, bouillon.<br />'''Étymologie:''' [[ζωμεύω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />jus, bouillon.<br />'''Étymologie:''' [[ζωμεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζώμευμα]], το (Α) [[ζωμεύω]]<br />(σε κωμ. [[λογοπαίγνιο]] του <b>Αριστοφ.</b>) [[ζωμός]], [[σούπα]] («καὶ φήμ' ἐξάγειν ταῑσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» — και [[ισχυρίζομαι]] ότι αυτός εξάγει [[ζουμί]] για τις τριήρεις τών Πελ. [ο <b>Αριστοφ.</b> εδώ παίζει με τη [[λέξη]] <i>υποζώματα</i>, την οποία θα περίμενε [[κανείς]]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A soup, ζωμεύματα put by way of joke for ὑποζώματα νεώς (v. ὑπόζωμα fin.), Ar.Eq.279.
German (Pape)
[Seite 1143] τό, Brühe, bei Ar. Equ. 279 mit kom. Anspielung auf ὑπόζωμα.
Greek (Liddell-Scott)
ζώμευμα: τό, ζωμός, «σοῦπα», ζωμεύματα, κωμικ. ἀντὶ ὑποζώματα νεὼς (ἴδε ὑπόζωμα ἐν τέλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 279.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
jus, bouillon.
Étymologie: ζωμεύω.
Greek Monolingual
ζώμευμα, το (Α) ζωμεύω
(σε κωμ. λογοπαίγνιο του Αριστοφ.) ζωμός, σούπα («καὶ φήμ' ἐξάγειν ταῑσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» — και ισχυρίζομαι ότι αυτός εξάγει ζουμί για τις τριήρεις τών Πελ. [ο Αριστοφ. εδώ παίζει με τη λέξη υποζώματα, την οποία θα περίμενε κανείς]).