Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θεσμοθέτης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>à Athènes</i> thesmothète, <i>nom des six derniers archontes, chargés de réviser chaque année les lois</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θεσμός]], [[τίθημι]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>à Athènes</i> thesmothète, <i>nom des six derniers archontes, chargés de réviser chaque année les lois</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θεσμός]], [[τίθημι]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[θεσμοθέτις]], -ιδος (ΑΜ [[θεσμοθέτης]], θηλ. [[θεσμοθέτις]])<br />αυτός που εισάγει και καθιερώνει θεσμούς ή που συντάσσει νόμους και επιβάλλει την [[τήρηση]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. πληθ.</b>) <i>οἱ θεσμοθέται</i><br />οι έξι από τους [[εννέα]] ενιαυσιους άρχοντες της αρχαίας Αθήνας οι οποίοι είχαν την [[αρμοδιότητα]] της καταγραφής και του ελέγχου τών νόμων, ώστε να αποφεύγονται οι αντιφάσεις, και του καθορισμού τών [[δικών]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. ως επίθ. της Δήμητρας και της Ίσιδος) η [[θεσμοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεσμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[θέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εκ</i>-[[θέτης]], <i>νομο</i>-[[θέτης]], <i>συν</i>-[[θέτης]].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσμοθέτης Medium diacritics: θεσμοθέτης Low diacritics: θεσμοθέτης Capitals: ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΣ
Transliteration A: thesmothétēs Transliteration B: thesmothetēs Transliteration C: thesmothetis Beta Code: qesmoqe/ths

English (LSJ)

ον, ὁ, (τίθημι)

   A lawgiver, legislator, of Moses, Longin.9.9.    II esp. at Athens, θεσμοθέται, οἱ, the six junior archons, IG12.39.75, al., Ar.V.775 (sg.), al., Antipho 6.35, Arist.Ath.3.4, al., Aeschin.3.38; also, title of magistrate in Amorgos, IG12(7).57.12 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1203] ὁ, Gesetzgeber, Nonn. – In Athen sind die sechs θεσμοθέται die sechs letzten Archonten, welche den Criminal- u. anderen Gerichten vorstehen, die δοκιμασίαι der Bürger, die zu Aemtern gewählt sind, zu besorgen haben, die Wahl u. Verlosung der Aemter leiten, die besondere Aufsicht über die Gesetze führen u. jährlich dieselben untersuchen müssen, um widersprechende Gesetze zu beseitigen u. dgl., vgl. Aesch. 3, 38; Ar. Vesp. 772; Plut. Sol. 25 Pericl. 9.

Greek (Liddell-Scott)

θεσμοθέτης: -ου, ὁ, (τίθημι) νομοθέτης, νομοδότης, ἐπίθ. τὸ ὁποῖον ἴσως κατὰ πρῶτον ἐδόθη εἰς τὸν Δράκοντα, οὗ οἱ νόμοι ἐκαλοῦντο θεσμοί· ἀλλὰ πράγματι θεσμοθέται ἦσαν οἱ ἕξ νεώτεροι ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι ἐδίκαζον ὑποθέσεις μὴ ἀνηκούσας εἰς ἴδιόν τι δικαστήριον, καὶ εἶχον τὸ καθῆκον νὰ ἐξετάζωσι καὶ συναρμόζωσι τοὺς νόμους ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχωσιν ἀντιφάσεις ἢ πλεονασμοί, Αἰσχίν. 59. 7 κἑξ., πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 775, 935, Ἐκκλ. 290, Ἀντιφῶντα 145. 26, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 3. 10., 65. 12., 70. 3 κἑξ., Ἀποσπ. 374-8· ἐν Ἀττ. Ἐπιγρ., Συλλ. Ἐπιγρ. 75, 180-2, 380, Πολυδ. Η΄, 85, Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
à Athènes thesmothète, nom des six derniers archontes, chargés de réviser chaque année les lois.
Étymologie: θεσμός, τίθημι.

Greek Monolingual

ο, θηλ. θεσμοθέτις, -ιδος (ΑΜ θεσμοθέτης, θηλ. θεσμοθέτις)
αυτός που εισάγει και καθιερώνει θεσμούς ή που συντάσσει νόμους και επιβάλλει την τήρηση τους
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ.) οἱ θεσμοθέται
οι έξι από τους εννέα ενιαυσιους άρχοντες της αρχαίας Αθήνας οι οποίοι είχαν την αρμοδιότητα της καταγραφής και του ελέγχου τών νόμων, ώστε να αποφεύγονται οι αντιφάσεις, και του καθορισμού τών δικών
2. (το θηλ. ως επίθ. της Δήμητρας και της Ίσιδος) η θεσμοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. εκ-θέτης, νομο-θέτης, συν-θέτης.