θυεία: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />mortier, vase à piler.<br />'''Étymologie:''' [[θύος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />mortier, vase à piler.<br />'''Étymologie:''' [[θύος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυεία]] και ιων. τ. θυείη και μτγν<br />τ. [[θυία]] και [[θυΐα]] και θυΐη, ἡ (Α) [[θύος]]<br /><b>1.</b> [[γουδί]] («[[θυία]] οστρακίνη» — ιατρικό [[γουδί]])<br /><b>2.</b> μετάλλινη [[λεκάνη]] με την οποία έπαιζαν το [[παιγνίδι]] [[κότταβος]]<br /><b>3.</b> <b>πάπ.</b> [[ελαιοπιεστήριο]] οικιακής χρήσεως για [[σύνθλιψη]] ελαιωδών σπόρων ή καρπών, με [[χωριστά]] εξαρτήματα για τη [[σύνθλιψη]] και για την [[υποδοχή]] του λαδιού. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. θυ-είη Nic.Th.91: ἡ:—
A mortar, Ar.Nu.676, Ra.124, al., Lys.Fr.62a. 2 cup of the cottabus, Pl.Com.46.3.—Later θυία, θυΐα, Ph.Bel.88.49, Dsc.2.76.3 and 4; in the sense of oil-press, PFay.42 (a) i 10(ii A.D.): θυίη [ῐ], Androm. ap. Gal.14.41: θυεῖον, τό, PLond.2.193.23 (ii A.D.). II θύεια, v. θυία 1.
German (Pape)
[Seite 1221] ἡ, der Mörser (nach E. M. 412, 5 θύεια, von θύω, gewaltig stampfen?), Ar. Nubb. 666 u. öfter. Auch θυία u. θυΐα geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
θυεία: Ἰων. -είη, ἡ, ἰγδίον, «γουδί», Ἀριστοφ. Νεφ. 676, Βατρ. 124, κ. ἀλλ.∙ πρβλ. ἴγδις∙ 2) ἀγγεῖον κοττάβου, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Διῒ Καχουμένῳ» 1. - Οἱ τύποι θυία, θυΐα εἶναι δεκτοὶ μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς παρὰ Διοσκ. 2. 87, 88, ἴδε Λοβέκ Φρυν. 165.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mortier, vase à piler.
Étymologie: θύος.
Greek Monolingual
θυεία και ιων. τ. θυείη και μτγν
τ. θυία και θυΐα και θυΐη, ἡ (Α) θύος
1. γουδί («θυία οστρακίνη» — ιατρικό γουδί)
2. μετάλλινη λεκάνη με την οποία έπαιζαν το παιγνίδι κότταβος
3. πάπ. ελαιοπιεστήριο οικιακής χρήσεως για σύνθλιψη ελαιωδών σπόρων ή καρπών, με χωριστά εξαρτήματα για τη σύνθλιψη και για την υποδοχή του λαδιού.