ἱππάσιμος: Difference between revisions
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> où l’on peut aller à cheval ; τὸ ἱππάσιμον XÉN terrain bon pour aller à cheval;<br /><b>2</b> qui se laisse monter comme un cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππάζομαι]]. | |btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> où l’on peut aller à cheval ; τὸ ἱππάσιμον XÉN terrain bon pour aller à cheval;<br /><b>2</b> qui se laisse monter comme un cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππάζομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἱππάσιμος]], -ασίμη, -ον) [[ιππάζομαι]]<br />(για [[τόπο]]) [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]] («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῡσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που υποκύπτει στη [[δύναμη]] ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῑς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον» — [[αφού]] άφησε τον εαυτό του να τον κάνουν οι κόλακες ό,τι θέλουν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱππάσιμον</i><br />το πεδινό («τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῑν», Αιν.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον,
A fit for horses, fit for riding, Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, opp. ἄνιππος, Hdt.2.108, cf. 5.63,9.13, X. Cyr.1.4.14, Aen.Tact.6.6, Plb.10.49.5, Onos.31.1, etc.; τὸ ἱππάσιμον, i.e. τὸ πεδινόν, X.HG7.2.12; τὰ ἱ. τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῖν Aen.Tact.8.4: metaph., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον allowing himself to be ridden by flatterers, Plu.Alex.23.
German (Pape)
[Seite 1258] ον, bei Her. auch 3 Endgn, zum Reiten bequem, geeignet, für Reiterei brauchbar; Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην, Ggstz ἄνιππος, Her. 2, 108; χώρη 9, 13; τὸ ἱππ., für die R. günstiger Boden,.Xen. Hell. 7, 2, 12, πεδία Pol. 10) 49, 5; übtr., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικῶς ἱππάσιμον Plut. Alex. 23, sich von den Schmeichlern leiten, brauchen lassen.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππάσιμος: ᾰ, η, ον, (ἱππάζομαι) κατάλληλος πρὸς ἱππασίαν, Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, ἀντίθ. τῷ ἄνιππος γέγονε, Ἡρόδ. 2. 108, πρβλ. 5. 63, 9. 13, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 14· τὸ ἱππάσιμον, δηλ. τὸ πεδινόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 2, 12· - μεταφ., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον, «ἀφήσας τὸν ἑαυτόν του νὰ τὸν καβαλλικεύσουν οἱ κόλακες», Πλουτ. Ἀλεξ. 23.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
1 où l’on peut aller à cheval ; τὸ ἱππάσιμον XÉN terrain bon pour aller à cheval;
2 qui se laisse monter comme un cheval.
Étymologie: ἱππάζομαι.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἱππάσιμος, -ασίμη, -ον) ιππάζομαι
(για τόπο) κατάλληλος για ιππασία («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῡσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», Ηρόδ.)
αρχ.
1. μτφ. αυτός που υποκύπτει στη δύναμη ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῑς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον» — αφού άφησε τον εαυτό του να τον κάνουν οι κόλακες ό,τι θέλουν», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππάσιμον
το πεδινό («τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῑν», Αιν.).