καλόπους: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ποδος (ὁ) :<br />forme en bois pour fabriquer des chaussures.<br />'''Étymologie:''' [[κᾶλον]], [[πούς]].
|btext=ποδος (ὁ) :<br />forme en bois pour fabriquer des chaussures.<br />'''Étymologie:''' [[κᾶλον]], [[πούς]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καλόπους]], -ουν (Α)<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) αυτός που έχει ωραία πόδια, [[εύπους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-[[πους]], <i>ωκύ</i>-[[πους]]].———————— <b>(II)</b><br />[[καλόπους]] και [[καλάπους]], -οδος, ὁ (Α)<br />[[καλαπόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κᾶλον]] «[[ξύλο]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]. Για τη [[διατήρηση]] της λ. σε άλλες γλώσσες <b>βλ. λ.</b> [[καλαπόδι]]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾱλόπους Medium diacritics: καλόπους Low diacritics: καλόπους Capitals: ΚΑΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kalópous Transliteration B: kalopous Transliteration C: kalopous Beta Code: kalo/pous

English (LSJ)

ὁ,

   A v. καλάπους.
κᾰλό-πους, ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A with beautiful feet, Suid.: but

German (Pape)

[Seite 1313] ποδος, ὁ, Holzfuß, d. i. Schusterleisten, Plat. Conv. 191 a οἱ σκυτοτόμοι περὶ τὸν καλόποδα (Bekk. καλάποδα) λεαίνοντες τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας; Sp. schönfüßig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱλόπους: ὁ, ὡς οὐσιαστ., ἴδε ἐν λ. καλάπους.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ) :
forme en bois pour fabriquer des chaussures.
Étymologie: κᾶλον, πούς.

Greek Monolingual

(I)
καλόπους, -ουν (Α)
1. (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που έχει ωραία πόδια, εύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πολύ-πους, ωκύ-πους].———————— (II)
καλόπους και καλάπους, -οδος, ὁ (Α)
καλαπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + πούς. Για τη διατήρηση της λ. σε άλλες γλώσσες βλ. λ. καλαπόδι].