καταπλέω: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταπλεύσομαι;<br /><b>I.</b> naviguer en descendant :<br /><b>1</b> gagner la côte, débarquer;<br /><b>2</b> descendre un fleuve;<br /><b>II.</b> revenir par eau.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλέω]].
|btext=<i>f.</i> καταπλεύσομαι;<br /><b>I.</b> naviguer en descendant :<br /><b>1</b> gagner la côte, débarquer;<br /><b>2</b> descendre un fleuve;<br /><b>II.</b> revenir par eau.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλέω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=[[sail]] [[down]], [[put]] in (to [[shore]] [[from]] the [[high]] [[sea]]), ipf., Od. 9.142†.
}}
}}

Revision as of 15:31, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλέω Medium diacritics: καταπλέω Low diacritics: καταπλέω Capitals: ΚΑΤΑΠΛΕΩ
Transliteration A: katapléō Transliteration B: katapleō Transliteration C: katapleo Beta Code: kataple/w

English (LSJ)

lon. καταπλώω Hdt.2.93 codd.: aor.

   A -έπλωσα Id.1.2, al.:— sail down; i.e.,    1 sail from the high sea to land, put in, ἔνθα κατεπλέομεν Od.9.142: abs., Hdt.6.97, 7.137, Lys.28.5, etc.; ἐς Αἶαν Hdt.1.2, cf. 8.132; ἐπὶ Ἑλλησπόντου ib.109,9.98; ἐπ' Ἀρτεμίσιον Id.7.195; τὰς ἐκ Πόντου ναῦς Ἀθήναζε κ. X.HG5.1.28; ἕως ἂν δεῦρο -πλεύσωμεν Test. ap. D.21.168; ἐνταῦθα κ. Id.32.14; sail home, Lys. 21.3, Phoenicid.2.3; νεωστὶ καταπεπλευκώς having lately come ashore, Pl.Euthd.297c; of things, to be brought by sea, πυρὸς Ἀθήναζε -πλέων Thphr.CP4.9.5; ἡ -πλέουσα ἀγορά App.Pun.100.    2 sail down stream, [ἐς] τὸν Εὐφρήτην Hdt.1.185; in Egypt, down the Nile, κ. εἰς τὴν πόλιν (sc. Alexandria) PMagd.22.4 (iii B.C.), cf. PTeb.58.44 (ii B.C.), etc.; of fish, swim down stream, κ. ἐς θάλασσαν Hdt.2.93, cf. Arist.HA598b16.    II sail back, Hdt.1.165, 3.45, And.2.13, Phld.Acad.Ind.p.102M., etc.

German (Pape)

[Seite 1370] (s. πλέω), herabschiffen, zu Schiffe von der hohen See an die Küste fahren, anlanden, einlaufen; Od. 9, 142; τὰς ἐκ Πόντου ναῦς Ἀθήναζε ἐκώλυε καταπλεῖν Xen. Hell. 5, 1, 28; εἰς τὴν γῆν κατέπλευσαν 1, 7, 29; Plat. Euthyd. 297 c; Dem. u. A.; auch von Sachen, καταπλέοντος Ἀθήναζε πυροῦ Theophr.; – zurückschiffen, -fahren, Andoc. 2, 13 u. A. – S. unten καταπλώω.

Greek (Liddell-Scott)

καταπλέω: μέλλ., -πλεύσομαι καὶ πλευσοῦμαι· Ἰων. -πλώω·- πλέω πρὸς τὰ κάτω· δηλ., 1) πλέω ἐκ τοῦ πελάγους πρὸς τὴν ἀκτήν, πλέω πρὸς τὴν ξηράν, προσορμίζομαι, ἀντίθ., ἀναπλέω, καταπλέων ὁ στρατὸς ναυσὶ πολλαῖς κατηνέχθη εἰς ὄχθας Ἡρῳδιαν. 3. 9, 14· ἔνθα κατεπλέομεν Ὀδ. Ι, 142· ἀπολ., ἄνευ προσδιορ., τῆς στρατιῆς καταπλεούσης οὐκ εἴα προσορμίζεσθαι Ἡρόδ. 6. 97· ὁλκάδι καταπλεύσας 7. 137· ἐς Αἶαν μακρῇ νηῒ κ. Ἡρόδ. 1. 2· πρβλ. 8. 132· ἐπὶ Ἑλλησπόντου 8. 109., 9. 98· ἐπ’ Ἀρτεμίσιον 7. 195· τὰς ἐκ Πόντου ναῦς Ἀθήναζε καταπλεῖν ἐκώλυεν Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 28· ἕως ἂν δεῦρο καταπλέωμεν παρὰ Δημ. 569, 3· ἐνταῦθα κ. ὁ αὐτ. 886, 3· πρβλ. Λυσ. 161, 43· νεωστὶ καταπεπλευκώς, ἐλθὼν ἐσχάτως εἰς τὴν ξηράν, Πλάτ. Εὐθύδ. 297C· καταπλέοντος πυροῦ Θεόφρ. ἐν Αἰτ. Φ. 4. 9, 5· καταπλέουσα ἀγορά, νῆες μετὰ σίτου τῆς ἀγορᾶς, Ἀππ. Καρχ. 200· 2) πλέω πρὸς τὰ κάτω τοῦ ποταμοῦ, κατὰ τὸ ῥεῦμα αὐτοῦ, μετ’ αἰτ. ἐς Βαβυλῶνα κατ. τὸν Εὐφρήτην Ἡρόδ. 1, 185· ἀπολ., 7, 137· ἐπὶ ἰχθύος, κατ. ἐς θάλασσαν 2. 93· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10. ΙΙ. πλέω ὀπίσω, πλέων ἐπιστρέφω, ὅθεν ἐξέπλεεν ἐνταῦθα καὶ καταπλεῖ Δημοσθ. 886, 3, Ἡρόδ. 1, 165., 3, 45, Ἀνδοκ. 21, 22, κτλ.

French (Bailly abrégé)

f. καταπλεύσομαι;
I. naviguer en descendant :
1 gagner la côte, débarquer;
2 descendre un fleuve;
II. revenir par eau.
Étymologie: κατά, πλέω.

English (Autenrieth)

sail down, put in (to shore from the high sea), ipf., Od. 9.142†.