κουρικός: Difference between revisions
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui sert à tondre, à raser.<br />'''Étymologie:''' [[κουρά]]. | |btext=ή, όν :<br />qui sert à tondre, à raser.<br />'''Étymologie:''' [[κουρά]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κουρικός]], -ή, -όν (Α) [[κουρά]]<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[κούρεμα]] («[[ὥστε]] [[μηδὲ]] τῆς κεφαλῆς τὰς [[τρίχας]] ἀφελεῑν κουρικαῑς μαχαίραις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κουρικός]] (ενν. [[δίφρος]])<br />το [[κάθισμα]] του κουρέα.———————— <b>(II)</b><br />[[κουρικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[[κούρος]] (Ι)]<br />[[νεαρός]], [[νεανικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κουρικώς</i> (Α)<br />νεανικά. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (κουρά)
A for cutting the hair, μάχαιραι Plu.Dio9: as Subst., κουρικός (sc. δίφρος), ὁ, barber's chair, Sammelb.4292; δίφρου τετραπόδου καὶ κουρικοῦ ξυλίνου POxy.646 (ii A. D.). II (κοῦρος A) like a youth. Adv. -κῶς Apollon.Lex.s.v.κουρίξ.
Greek (Liddell-Scott)
κουρικός: -ή, -όν, (κουρὰ) κατάλληλος πρὸς κουράν, μάχαιρα Πλουτ. Δίων 9˙ αἱ δύο μάχαιραι αἱ κ. Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. (κοῦρος) ὡς νεανίας˙ ― -κῶς, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. κουρίξ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui sert à tondre, à raser.
Étymologie: κουρά.
Greek Monolingual
(I)
κουρικός, -ή, -όν (Α) κουρά
1. κατάλληλος για κούρεμα («ὥστε μηδὲ τῆς κεφαλῆς τὰς τρίχας ἀφελεῑν κουρικαῑς μαχαίραις», Πλούτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κουρικός (ενν. δίφρος)
το κάθισμα του κουρέα.———————— (II)
κουρικός, -ή, -όν (Α)
[[[κούρος]] (Ι)]
νεαρός, νεανικός.
επίρρ...
κουρικώς (Α)
νεανικά.