κράς: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(Bailly1_3) |
(sl1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=[[κρατός]] (ὁ) :<br /><i>dat.</i> [[κρατί]], <i>acc.</i> [[κρᾶτα]] ; <i>pl. gén.</i> κράτων, <i>dat.</i> κρασίν <i>ou</i> [[κράτεσφι]], <i>acc. κρᾶτας</i>;<br /><b>I.</b> tête <i>au pl. p. le sg.</i> : ὑπὸ [[κράτεσφι]] IL sous sa tête;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> sommet de montagne;<br /><b>2</b> bord, extrémité.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κάρ]]¹, [[κάρα]]¹. | |btext=[[κρατός]] (ὁ) :<br /><i>dat.</i> [[κρατί]], <i>acc.</i> [[κρᾶτα]] ; <i>pl. gén.</i> κράτων, <i>dat.</i> κρασίν <i>ou</i> [[κράτεσφι]], <i>acc. κρᾶτας</i>;<br /><b>I.</b> tête <i>au pl. p. le sg.</i> : ὑπὸ [[κράτεσφι]] IL sous sa tête;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> sommet de montagne;<br /><b>2</b> bord, extrémité.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κάρ]]¹, [[κάρα]]¹. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[κράς]] (cf. [[κάρα]].)<br /> <b>1</b>[[head]] κελαινῶπιν δ' [[ἐπί]] οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ [[κρᾶτί]] κατέχευας (P. 1.8) εὐπαρᾴου [[κρᾶτα]] συλάσαις Μεδοίσας υἱὸς Δανάας (P. 12.16) [[τρία]] [[κρᾶτα]] fr. 8. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 17 August 2017
English (LSJ)
poet. form of κάρα, nom. only Simm.4; gen.
A κρᾱτός Il.5.7, al., Trag. (v. infr.); dat. κρᾱτί Od.9.490, S.OC313, Ar.Ra.329, κράτεσφι Il.10.156; acc. κρᾶτα Od.8.92, Trag. (v. infr.): pl., gen. κράτων Od. 22.309; dat. κρᾱσίν Il.10.152; acc. κρᾶτας E.Ph.1149, HF526: gender rarely determinate, κρατός fem. E.El.140 (lyr.), cf. Sch.E.Hec. 432, Ph.1159; κρᾶτα, τό, is nom. in S.Ph.1457 (anap.), acc. ib.1001, OT263, cf. Tr.1016 (lyr.); but acc. κρᾶτα, τόν, Ion Trag.61: pl. κρᾶτα, τά, Pi.Fr.8, perh. S.OC473:—Hom. also has gen. and dat. κράατος, κράατι, pl. nom. κράατα [all -uu], but no nom. κρᾶας is found:— head, ἐκ κράατος ἀθανάτοιο Il.14.177; σῷ δ' αὐτοῦ κράατι τείσεις Od. 22.218, etc.; ὑπὸ κράτεσφι under his head, Il.10.156: metaph., top, peak, κρατὸς ἀπ' Οὐλύμποιο Il.20.5; ἐπὶ κρατὸς λιμένος at the head or far end of the bay, Od.9.140, 13.102. II Adv. κρῆθεν, used by Hom. in the phrase κατὰ κρῆθεν down from the head, from the top, δένδρεα . . κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν from their tops, Od.11.588, cf. h.Cer. 182, Hes. Th.574: hence, from head to foot, entirely, Τρῶας δὲ κατὰ κρῆθεν λάβε πένθος Il.16.548 (perh. for κατ' ἄκρηθεν = κατ' ἄκρης, v. ἄκρα); also ἀπὸ κρῆθεν Hes.Sc.7.
Greek (Liddell-Scott)
κράς: τοῦ ποιητ. τούτου τύπου τοῦ κάρα ἡ ὀνομαστικὴ ἀπαντᾷ μόνον παρὰ τοῖς Γραμμ., Α. Β. 1182, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 385· ― γεν. κρᾱτὸς Ὅμηρ., Τραγ., δοτ. κρᾱτὶ Ὀδ. Ι. 490, Τραγ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 329· αἰτιατ. κρᾶτα Ὀδ. Θ. 92, Τραγ.· πληθ., γεν. κράτων Ὀδ. Χ. 309· δοτ. κρᾱσίν, κράτεσφι Ἰλ. Κ, 152, 156· αἰτιατ. κρᾶτας Εὐρ. Φοίν. 1149, Ἡρ. Μαιν. 526· ― ἐν τοῖς πλείστοις χωρίοις τὸ γένος μένει ἀόριστον, ἀλλ’ ἐν τῇ γεν. κρατὸς εἶναι θηλ. ἐν Εὐρ. Ἠλ. 140, ὡς ὁρίζεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἑκ. 432, Φοιν. 1159· ὁ Σοφ. ἔχει κρᾶτα, τό, ὡς ὀνομ. (Φιλ. 1457) καὶ αἰτιατ. (αὐτόθι 1001, Ο. Τ. 263, πρβλ. Τρ. 1015), καὶ Ἴων παρὰ τῷ Σχολ. ἐν Φοιν. ἔνθ’ ἀνωτ. τὸν κρᾶτα· ὡσαύτως πληθ. κρᾶτα, τά, Πινδ. Ἀποσπ. 3, καὶ ἴσως Σοφ. Ο. Κ. 473. Παρ’ Ὁμήρῳ ὡσαύτως ἔχομεν ἐκτεταμένην γεν. καὶ δοτ. κράατος, κράατι, πληθ. ὀνομ. κράατα ἅπαντα, -υυ, ἀλλ’ οὐδαμοῦ εὕρηται ὀνομαστικὴ κρᾶας. Ἡ κεφαλή, ἐκ κράατος ἀθανάτοιο Ἰλ. Ξ. 177· σῷ δ’ αὐτοῦ κράατι τίσεις Ὀδ. Χ. 218, κτλ.· ― μεταφορ., κορυφή, κρατὸς ἀπ’ Οὐλύμποιο Ἰλ. Υ 5· ἐπὶ κρατὸς λιμένος, κατὰ τὴν κορυφὴν ἢ τὸ ἔσχατον ἄκρον τοῦ λιμένος, Ὀδ. Ι. 140, Ν. 102· πληθ. ἀντὶ ἑνικ., ὑπὸ κράτεσφι, ὑπὸ τὴν κεφαλήν του, Ἰλ. Κ. 156. ΙΙ. ὡσαύτως ἀρχαία τις γενικ. κρῆθεν εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ φράσει κατὰ κρῆθεν (ὅπερ ἐν ἀρχαίαις ἐκδόσεσι φέρεται κατακρῆθεν), ἐκ τῆς κεφαλῆς, ἐκ τῆς κορυφῆς κάτω, δένδρεα. κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν, ἐκ τῶν κορυφῶν αὐτῶν, Ὀδ. Λ. 588, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 182, Ἡσ. Θ. 574· ἐντεῦθεν ὡς τὸ penitus, ἀπὸ κορυφῆς μέχρι ποδῶν, ἐντελῶς, Τρῶας δὲ κατὰ κρῆθεν λάβε πένθος Ἰλ. Π. 548 (ὅπερ χωρίον ἐκίνησε πολλοὺς νὰ πιστεύσωσιν ὅτι τὸ κατακρῆθεν ἦτο κυρίως κατ’ ἄκρηθεν = κατ’ ἄκρης, ἴδε ἐν λέξ. ἄκρα)· πλὴν τούτου ὑπάρχει παρ’ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 7, ἀπὸ κρῆθεν.
French (Bailly abrégé)
κρατός (ὁ) :
dat. κρατί, acc. κρᾶτα ; pl. gén. κράτων, dat. κρασίν ou κράτεσφι, acc. κρᾶτας;
I. tête au pl. p. le sg. : ὑπὸ κράτεσφι IL sous sa tête;
II. p. anal.
1 sommet de montagne;
2 bord, extrémité.
Étymologie: cf. κάρ¹, κάρα¹.
English (Slater)
κράς (cf. κάρα.)
1head κελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρᾶτί κατέχευας (P. 1.8) εὐπαρᾴου κρᾶτα συλάσαις Μεδοίσας υἱὸς Δανάας (P. 12.16) τρία κρᾶτα fr. 8.