λειόμιτος: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui tend <i>ou</i> aplanit les fils d’une trame.<br />'''Étymologie:''' [[λεῖος]], [[μίτος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui tend <i>ou</i> aplanit les fils d’une trame.<br />'''Étymologie:''' [[λεῖος]], [[μίτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λειόμιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που εξομαλίζει τα νήματα του υφάσματος, που λειαίνει το [[στημόνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> [[μίτος]] «[[κλωστή]] του στημονιού, [[νήμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>μιτος</i>, [[λεπτό]]-<i>μιτος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A smoothing the warp, κάμακες AP6.247 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 24] die Fäden des Gewebes glättend, glatt machend, κάμακες, Philp. 18 (VI, 247).
Greek (Liddell-Scott)
λειόμῐτος: -ον, ὁ λειαίνων τὸ στημόνιον, κάμαξ Ἀνθ. Π. 6. 247.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tend ou aplanit les fils d’une trame.
Étymologie: λεῖος, μίτος.
Greek Monolingual
λειόμιτος, -ον (Α)
αυτός που εξομαλίζει τα νήματα του υφάσματος, που λειαίνει το στημόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + μίτος «κλωστή του στημονιού, νήμα» (πρβλ. αμφί-μιτος, λεπτό-μιτος)].