λίβος: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> goutte d’un liquide, <i>particul.</i> larme;<br /><b>2</b> sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' R. Λιβ, v. [[λείβω]]. | |btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> goutte d’un liquide, <i>particul.</i> larme;<br /><b>2</b> sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' R. Λιβ, v. [[λείβω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λίβος]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[σταλαγμός]], [[σταλαγματιά]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] κολλυρίου<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ λίβη</i> ή <i>λίβεα</i><br />τα δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λίψ</i>, [[λιβός]] «[[ρεύμα]], [[ρυάκι]]» με αναβιβασμό του τόνου].———————— <b>(II)</b><br />[[λίβος]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] πίτας από [[μέλι]] που προσφερόταν στους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>libum</i>, -<i>i</i> (σπάνια <i>libus</i>, -i), [[πίτα]] από [[γάλα]] ή [[λάδι]] βουτηγμένη στο [[μέλι]], που [[συνήθως]] προσφερόταν στους θεούς. Ο τ. <i>libum</i> <span style="color: red;"><</span> <i>libo</i> «[[χύνω]], [[κάνω]] [[σπονδή]]», της ίδιας ρίζας με το [[λείβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], εος, τό, (lei/bw)
A = λιβάς, in pl., tears, A.Ch.448 (lyr.); v. λίπος. 2 = ἐπίσταγμά τι τῶν ὀμμάτων, Gal.19.118. II = Lat. libum, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.15.647d, cf. Ath.3.126a.
German (Pape)
[Seite 42] τό, Tropfen, Hippocr. Uebh. = λιβάς, von Thränen, ἑτοιμότερα γέλωτος ἀνέφερον λίβη, Aesch. Ch. 441. – Auch = λίβον, Chrysipp. bei Ath. XIV, 647 d.
Greek (Liddell-Scott)
λίβος: [ῐ], τό, (√ΛΙΒ, λείβω, = λιβάς)· ἐν τῷ πληθ., δάκρυα, Αἰσχύλ. Χο. 448· ἴδε ἐν λέξ. λίπος. ΙΙ. τὸ Λατ. libum, εἶδος πλακοῦντος, Χρύσιππ. Τυανεὺς παρ’ Ἀθην. 647D.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 goutte d’un liquide, particul. larme;
2 sorte de gâteau.
Étymologie: R. Λιβ, v. λείβω.
Greek Monolingual
(I)
λίβος, τὸ (Α)
1. σταλαγμός, σταλαγματιά
2. είδος κολλυρίου
3. στον πληθ. τὰ λίβη ή λίβεα
τα δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» με αναβιβασμό του τόνου].———————— (II)
λίβος, τὸ (Α)
είδος πίτας από μέλι που προσφερόταν στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. libum, -i (σπάνια libus, -i), πίτα από γάλα ή λάδι βουτηγμένη στο μέλι, που συνήθως προσφερόταν στους θεούς. Ο τ. libum < libo «χύνω, κάνω σπονδή», της ίδιας ρίζας με το λείβω.