μεῖραξ: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br />jeune garçon, jeune fille.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> marjakas « petit homme », de marjas « jeune homme ». | |btext=ακος (ὁ, ἡ)<br />jeune garçon, jeune fille.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> marjakas « petit homme », de marjas « jeune homme ». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑM μεῑραξ, -ακος)<br />[[μειράκιο]], [[νεαρός]], [[παλικαράκι]], [[έφηβος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κορίτσι]], [[κοπέλα]]<br /><b>2.</b> (για άνδρα) γυναικωτός, [[κίναιδος]], [[θηλυπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της αρχαίας προφορικής γλώσσας (ΙΕ [[ρίζα]] <i>merįo</i>- «[[νέος]] άντρας»), παράγωγο σε -<i>αξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δέλφ</i>-<i>αξ</i>, <i>πόρτ</i>-<i>αξ</i>) πιθ. ενός αμάρτυρου θεματικού ονόματος <i>μεῖρος</i> ή <i>μεῖρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>marya</i>- «[[νέος]] άντρας, [[αγαπητός]]», αβεστ. <i>mairya</i>), ο [[οποίος]] αντικαταστάθηκε από τον πιο εκφραστικό τ. [[μεῖραξ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λίθαξ]] <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]]). Υπάρχουν αμφιβολίες αν ο αρχ. ινδ. τ. σε -<i>ka</i>-, <i>maryakά</i>-, συνδέεται με τον [[μεῖραξ]]. Ο τ. [[επίσης]] συνδέεται πιθ. με ιραν. <i>mairya</i>- «[[νέος]] άντρας», αρχ. περσ. <i>mar</i><i>ī</i><i>ka</i> «[[υπήκοος]]», λιθουαν. <i>merga</i> «μικρό [[κορίτσι]]» και ίσως με λατ. <i>maritus</i> «[[άνδρας]], [[σύζυγος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μειράκιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μειρακικός]], [[μειράκιος]], [[μειρακίσκος]], [[μειρακύλλιον]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[μειρακίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μειρακοειδής]]. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[συμμείραξ]], [[φιλομείραξ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ᾰκος, ἡ,
A young girl, lass (cf. Phryn.187), Cratin.301, Ar. Th.410, Ec.611, Pl.1071, 1079, Xenarch.4.3, Men.Pk.14: used as fem. of men, qui muliebria patiuntur, Cratin.55, Luc.Sol.5: in later writers masc., boy, lad, Herod.Med. in Rh.Mus.58.109, Aret.SD 1.13, Hld.4.19. (Cf. Skt. maryakás 'manikin', máryas 'young man'.)
German (Pape)
[Seite 116] ακος, ὁ u. ἡ (vgl. εἴρην?), Knabe, Mädchen, nach den Atticisten nur von Mädchen zu sagen, μειράκιον von Knaben, vgl. Phryn. 212 u. Lob. dazu; u. so braucht es Ar. Ran. 410 u. öfter, u. a. Comic., die auch im obscönen Sinne den, qui muliebria patitur, ὁ μεῖραξ nennen, vgl. Lob. a. a. O.; auch Sp. von Mädchen, wie Luc. Asin. 52, vgl. Soloec. 5.
Greek (Liddell-Scott)
μεῖραξ: -ᾰκος, ἡ, κοράσιον, νεᾶνις, (μειράκιον, μειρακίσκος, μειρακύλλιον, ἐπὶ ἀρρένων, Φρύν. 212, Ἀμμών., κλ.), Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9, Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 410, Πλ. 1071, 1079, Ἐκκλ. 611, 696, 1138, Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 3· μείρακες κεῖται (ὡς θηλ. πάλιν) ἐπὶ ἀνδρῶν ἢ νέων, γυναικώδης, κίναιδος, Κρατῖν. ἐν «Δραπέτ.» 6, Λουκ. ἐν Ψευδοσοφ. ἢ Σολοικιστ. 5· ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὡς τὸ μειράκιον, «παλληκαράκι», Λοβ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Πρβλ. Σανσκρ. maryak-as (homuncio), ἐκ τοῦ maryas (homo, adolescens).)
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ, ἡ)
jeune garçon, jeune fille.
Étymologie: cf. skr. marjakas « petit homme », de marjas « jeune homme ».
Greek Monolingual
ο (ΑM μεῑραξ, -ακος)
μειράκιο, νεαρός, παλικαράκι, έφηβος
αρχ.
1. κορίτσι, κοπέλα
2. (για άνδρα) γυναικωτός, κίναιδος, θηλυπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της αρχαίας προφορικής γλώσσας (ΙΕ ρίζα merįo- «νέος άντρας»), παράγωγο σε -αξ (πρβλ. δέλφ-αξ, πόρτ-αξ) πιθ. ενός αμάρτυρου θεματικού ονόματος μεῖρος ή μεῖρα (πρβλ. αρχ. ινδ. marya- «νέος άντρας, αγαπητός», αβεστ. mairya), ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον πιο εκφραστικό τ. μεῖραξ (πρβλ. λίθαξ < λίθος). Υπάρχουν αμφιβολίες αν ο αρχ. ινδ. τ. σε -ka-, maryakά-, συνδέεται με τον μεῖραξ. Ο τ. επίσης συνδέεται πιθ. με ιραν. mairya- «νέος άντρας», αρχ. περσ. marīka «υπήκοος», λιθουαν. merga «μικρό κορίτσι» και ίσως με λατ. maritus «άνδρας, σύζυγος».
ΠΑΡ. μειράκιο
αρχ.
μειρακικός, μειράκιος, μειρακίσκος, μειρακύλλιον αρχ.-μσν. μειρακίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μειρακοειδής. (Β συνθετικό) αρχ. συμμείραξ, φιλομείραξ].