μιμητικός: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a le talent d’imiter, imitateur.<br />'''Étymologie:''' [[μιμέομαι]].
|btext=ή, όν :<br />qui a le talent d’imiter, imitateur.<br />'''Étymologie:''' [[μιμέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μιμητικός]], -ή, -όν) [[μιμητής]]<br /><b>1.</b> [[επιτήδειος]] στο να μιμείται, [[ικανός]] στη [[μίμηση]] (α. «ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] ζώο μιμητικό» β. «ὁ δὲ μιμητικὸς ποιητὴς δῆλον ὅτι οὐ πρὸς τὸ τοιοῡτον τῆς ψυχῆς πέφυκε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μιμητική</i><br />η [[τέχνη]] της μίμησης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μίμηση]]<br /><b>2.</b> (για [[ουσία]]) αυτή της οποίας η [[χορήγηση]] προκαλεί [[διέγερση]] ορισμένων νεύρων και [[ιδίως]] τών συμπαθητικών και παρασυμπαθητικών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μιμητικώς</i> και -<i>ά</i> (Α μιμητικῶς)<br />με τρόπο μιμητικό.
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμητικός Medium diacritics: μιμητικός Low diacritics: μιμητικός Capitals: ΜΙΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: mimētikós Transliteration B: mimētikos Transliteration C: mimitikos Beta Code: mimhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to imitate, Porph.Abst.3.4; esp. of the arts (including music and poetry), imitative, Pl.Lg.668a, Arist.Po.1451a30, etc.; μ. ποιητής Pl.R.605asq.; ἡ φωνὴ πάντων -ώτατον τῶν μορίων Arist.Rh.1404a22: ἡ -κή (with or without τέχνη) Pl.Sph.265a, R.598b; ἡ ἐν ἑξαμέτροις μ. Arist.Po.1449b21. Adv.-κῶς Plu.2.18b, Gal.8.155,Ath.11.505b; μ. ζῆν Procl.in R.1.60 K.: Comp. -ώτερον Ptol.Harm.3.3.

German (Pape)

[Seite 187] zur Nachahmung gehörig, geschickt; ὁ μιμητικὸς ποιητής, Plat. Rep. X, 605 a; ἡ μιμητικὴ τέχνη, die Nachahmungskunst, Soph. 219 b u. öfter; τὸ μιμητικὸν ἔθνος, Tim. 19 d; Folgde; Plut. Pericl. 2. – Adv., μιμητικῶς τοὺς διαλόγους γράψας, von Plato gesagt, Ath. XI, 505 b.

Greek (Liddell-Scott)

μῑμητικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος περὶ τὴν μίμησιν, ἰδίως περὶ τῶν εἰκαστικῶν ἢ ὡραίων τεχνῶν, Πλάτ., κλ.· μ. ποιητὴς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 605Α κἑξ.· μιμητικώτατος Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 4· ἐπὶ τῆς ποιήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 6, 1, πρβλ. 8, 4· ― ἡ μιμητικὴ (μετὰἄνευ τοῦ τέχνη), ἡ δύναμις τῆς μιμήσεως, Πλάτ. Πολ. 595Α· πρβλ. μίμησις. ― Ἐπίρρ. μιμητικῶς, Πλούτ. 2. 18Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a le talent d’imiter, imitateur.
Étymologie: μιμέομαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ μιμητικός, -ή, -όν) μιμητής
1. επιτήδειος στο να μιμείται, ικανός στη μίμηση (α. «ο άνθρωπος είναι ζώο μιμητικό» β. «ὁ δὲ μιμητικὸς ποιητὴς δῆλον ὅτι οὐ πρὸς τὸ τοιοῡτον τῆς ψυχῆς πέφυκε», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η μιμητική
η τέχνη της μίμησης
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μίμηση
2. (για ουσία) αυτή της οποίας η χορήγηση προκαλεί διέγερση ορισμένων νεύρων και ιδίως τών συμπαθητικών και παρασυμπαθητικών.
επίρρ...
μιμητικώς και -ά (Α μιμητικῶς)
με τρόπο μιμητικό.