νεοσσεύω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire éclore;<br /><b>2</b> faire son nid, nicher.<br />'''Étymologie:''' [[νεοττός]].
|btext=<b>1</b> faire éclore;<br /><b>2</b> faire son nid, nicher.<br />'''Étymologie:''' [[νεοττός]].
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[νεοσσεύω]] και [[νοσσεύω]], Α αττ. τ. [[νεοττεύω]], Μ και νοσσιεύω) [[νεοσσός]]<br />[[κλωσσώ]], [[εκκολάπτω]] νεοσσούς<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κατοικώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κυρίως]] το παθ.) <i>ν</i>(<i>ε</i>)<i>οσσεύομαι</i><br />[[φωλιάζω]] («ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα ἐν τῷ νηῷ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατασκευάζω]] [[νεοσσιά]], φτιάχνω [[φωλιά]].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσσεύω Medium diacritics: νεοσσεύω Low diacritics: νεοσσεύω Capitals: ΝΕΟΣΣΕΥΩ
Transliteration A: neosseúō Transliteration B: neosseuō Transliteration C: neosseyo Beta Code: neosseu/w

English (LSJ)

Att. νεοττ-, Ion. and Hellenistic νοσσεύω,

   A hatch, ἐνεόττευσεν γένος Ar.Av.699.    2 build a nest, Arist.HA559a4, etc.; μελιττῶν ἐν τῷ στήθει τοῦ λέοντος νενοσσευκότων J.AJ5.8.6: metaph., [σοφία] θεμέλιον αἰῶνος ἐνόσσευσε LXX Si.1.15:—Pass., ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα as many as had their nests, Hdt.1.159.

German (Pape)

[Seite 244] s. das att. νεοττεύω u. das ion. νοσσεύω.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσσεύω: Ἀττ. νεοττεύω, ἐπῳάζω, κλωσσῶ, ἢ ἐκκολάπτω νεοσσούς, «ξεκλωσσῶ», «ξεπουλιάζω», ἐνεόττευσεν γένος Ἀριστ. Ὄρν. 699. 2) κατασκευάζω φωλεάν, Λατ. nidificare, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6, κτλ.˙ - Παθ., ὅσα ἦν νενεοσσευμένα ὀρνίθων γένεα, ὅσα εἶχον τὰς φωλεάς των, Ἡροδ. 1. 159. - Παρὰ τοῖς Ἑβδ. εὑρίσκομεν τὸν τύπον νοσσεύω, καὶ παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἡ κοινὴ γραφὴ εἶναι νενοσσευμένα, ἀλλ’ εἶναι ἡμαρτημένη, ὡς φαίνεται ἐκ τῆς παρ’ αὐτῷ χρήσεως τοῦ τύπου νεοσσιή.

French (Bailly abrégé)

1 faire éclore;
2 faire son nid, nicher.
Étymologie: νεοττός.

Greek Monolingual

(ΑΜ νεοσσεύω και νοσσεύω, Α αττ. τ. νεοττεύω, Μ και νοσσιεύω) νεοσσός
κλωσσώ, εκκολάπτω νεοσσούς
μσν.
μτφ. (για πρόσ.) κατοικώ
μσν.-αρχ.
(κυρίως το παθ.) ν(ε)οσσεύομαι
φωλιάζω («ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα ἐν τῷ νηῷ», Ηρόδ.)
αρχ.
κατασκευάζω νεοσσιά, φτιάχνω φωλιά.