παραδόσιμος: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui passe de main en main, qui se transmet par succession, héréditaire;<br /><b>2</b> qui transmet un souvenir, commémoratif.<br />'''Étymologie:''' [[παραδίδωμι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui passe de main en main, qui se transmet par succession, héréditaire;<br /><b>2</b> qui transmet un souvenir, commémoratif.<br />'''Étymologie:''' [[παραδίδωμι]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παραδόσιμος]], -ον, ΝΑ [[παράδοσις]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί ή [[πρέπει]] να παραδώσει [[κάποιος]] («[[παραδόσιμος]] [[φήμη]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πατροπαράδοτος]]<br /><b>2.</b> [[αναμνηστικός]] («[[παραδόσιμος]] [[στήλη]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ παραδόσιμα</i><br />οι κατάλογοι της απογραφής της περιουσίας.
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδόσῐμος Medium diacritics: παραδόσιμος Low diacritics: παραδόσιμος Capitals: ΠΑΡΑΔΟΣΙΜΟΣ
Transliteration A: paradósimos Transliteration B: paradosimos Transliteration C: paradosimos Beta Code: parado/simos

English (LSJ)

ον,

   A handed down, transmitted, hereditary, δόξα, φήμη, Plb.6.54.2, 12.5.5, etc.; π. στήλη commemorative tablet, Id.12.10.9; π. ἔχειν τι handed down by tradition, D.S.4.56; παραδόσιμα, τά, temple-property handed down, IG7.303.8 (Orop.).

German (Pape)

[Seite 477] was überliefert werden kann, τοῖς ἐπιγιγνομένοις, Pol. 6, 54, 2; überliefert, παραδόσιμον ἔχειν ἐκ παλαιῶν χρόνων τὴν τούτων τῶν θεῶν παρουσίαν, D. Sic. 4, 56, vgl. 5, 77; – der ausgeliefert wird, 16, 92; – στήλη, überliefernd, Denksäule, Pol. 12, 11, 9.

Greek (Liddell-Scott)

παραδόσῐμος: -ον, ὃν δύναταί τις ἢ πρέπει νὰ παραδώσῃ, ὁ μεταδιδόμενος, κληρονομικός, δόξα, φήμη Πολύβ. 6. 54, 2, κτλ.· π. στήλη, ἀναμνηστικὴ στ., μνημεῖον, ὁ αὐτ. 12. 11, 9· π. ἔχειν τι, διὰ παραδόσεως μεταδοθέν, κατὰ παράδοσιν, Διόδ. 4. 56· - παραδόσιμα, κατάλογοι ἀπογραφῆς, (ἴδε παραδίδωμι Ι. 1), Συλλ. Ἐπιγραφ. 1570a. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui passe de main en main, qui se transmet par succession, héréditaire;
2 qui transmet un souvenir, commémoratif.
Étymologie: παραδίδωμι.

Greek Monolingual

-η, -ο / παραδόσιμος, -ον, ΝΑ παράδοσις
αυτός τον οποίο μπορεί ή πρέπει να παραδώσει κάποιοςπαραδόσιμος φήμη», Πολ.)
αρχ.
1. πατροπαράδοτος
2. αναμνηστικόςπαραδόσιμος στήλη», Πολ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραδόσιμα
οι κατάλογοι της απογραφής της περιουσίας.