πάθη: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> état passif ; ce qui arrive à quelqu’un;<br /><b>II.</b> souffrance :<br /><b>1</b> <i>au phys.</i> mal, maladie;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> douleur, affliction.<br />'''Étymologie:''' [[πάθος]].<br /><span class="bld">2</span><i>pl. de</i> [[πάθος]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> état passif ; ce qui arrive à quelqu’un;<br /><b>II.</b> souffrance :<br /><b>1</b> <i>au phys.</i> mal, maladie;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> douleur, affliction.<br />'''Étymologie:''' [[πάθος]].<br /><span class="bld">2</span><i>pl. de</i> [[πάθος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[πάθη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η παθητική [[κατάσταση]], η [[κατάσταση]] δηλ. [[κατά]] την οποία [[κάποιος]] υφίσταται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> το [[συμβάν]], η [[περιπέτεια]] κάποιου προσώπου ή πράγματος («κατ' ὁδὸν δὲ πυθέσθαι πᾱσαν τὴν ἑωυτοῡ πάθην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμφορά]], [[πάθημα]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πάθαι</i><br />οι ασθένειες, οι παθήσεις<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ [[πάθη]] τῶν ὀφθαλμῶν» — η [[τύφλωση]]<br />β) «ἡ τοῡ πνίγους [[πάθη]]» — η [[ασφυξία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. θηλυκού γένους του [[πάθος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πăθ</i>- του [[πάσχω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A passive state, Pl.Ti.80b; what is done or happens to a person orthing, opp. πρᾶξις, Id.Lg.903b, cf. Epin. 983d; τὰς ἐκεῖ . . π. what happened there, S.Aj.295; πᾶσαν τὴν ἑωντοῦ π. all that had happened to him, Hdt.1.122. 2 suffering, misfortune, Pi.P.3.42,97 (pl.), S.OC7, etc.; πάθαι, opp. εὐτυχίαι, Hdt.3.40; ἡ π. τῶν ὀφθαλμῶν blindness, Id.2.111; of morbid affections, τὰς π. τὰς ἐν τῷ ὀστέῳ γινομένας Hp.VC13; ἡ τοῦ πνίγους π. suffocation, Pl.Phlb. 32a, cf. Lg.728c, 865e, 866b.
German (Pape)
[Seite 437] ἡ, = πάθος, Leiden, Unfall, Unglück; ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ, Pind. P. 3, 42; ὀξείαισι πάθαις, P. 3, 97, öfter; μελέαν πάθαν κλαῖον, Soph. Ant. 965; O. C. 7; plur., Ai. 238; Hippocr.; Her. 1, 122; τὴν πάθην τῶν ὀφθαλμῶν, Augenleiden, Blindheit, 2, 111; sp. D., Leon. Al. 12 (VI, 221); auch in attischer Prosa, ἡ παρὰ φύσιν τοῦ πνίγους πάθη Plat. Phil. 32 a, τιμωρία δὲ ἀδικίας ἀκόλουθος πάθη Legg. V, 728 c, u. öfter in diesen Büchern; bes. bei Sp., wie Luc. dea Syr. 22, App. Mthrid. 77.
Greek (Liddell-Scott)
πάθη: [ᾰ], ἡ, παθητικὴ κατάστασις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρᾶξις, Πλάτ. Νόμ. 903Β· τὰς ἐκεῖ.. πάθας, τὰ ἐκεῖ συμβάντα, Σοφ. Αἴ. 295· πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ π., πάντα τὰ εἰς αὐτὸν συμβάντα, Ἡρόδ. 1. 122. 2) πάθημα συμφορά, Πινδ. Π. 3. 73, 171, Ἱππ. κεφ. Τρωμ. 905, Σοφ. Ο. Κ. 7, κτλ.· ἡ π. τῶν ὀφθαλμῶν, τυφλότης, Ἡρόδ. 2. 111· ἡ τοῦ πνίγους π., ἀσφυξία, Πλάτ. Φίληβ. 32Α· ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 1. 123., 3. 40.
French (Bailly abrégé)
1ης (ἡ) :
I. état passif ; ce qui arrive à quelqu’un;
II. souffrance :
1 au phys. mal, maladie;
2 au mor. douleur, affliction.
Étymologie: πάθος.
2pl. de πάθος.
Greek Monolingual
πάθη, ἡ (Α)
1. η παθητική κατάσταση, η κατάσταση δηλ. κατά την οποία κάποιος υφίσταται κάτι
2. το συμβάν, η περιπέτεια κάποιου προσώπου ή πράγματος («κατ' ὁδὸν δὲ πυθέσθαι πᾱσαν τὴν ἑωυτοῡ πάθην», Ηρόδ.)
3. συμφορά, πάθημα
4. στον πληθ. αἱ πάθαι
οι ασθένειες, οι παθήσεις
5. φρ. α) «ἡ πάθη τῶν ὀφθαλμῶν» — η τύφλωση
β) «ἡ τοῡ πνίγους πάθη» — η ασφυξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. θηλυκού γένους του πάθος < θ. πăθ- του πάσχω].