παστάς: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>propr.</i> salle ornée de mosaïque <i>ou p.-ê.</i> de tapisseries, <i>d’où</i><br /><b>1</b> chambre nuptiale;<br /><b>2</b> portique <i>ou</i> vestibule ; portique <i>ou</i> galerie autour d’un temple.<br />'''Étymologie:''' [[παστός]].
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>propr.</i> salle ornée de mosaïque <i>ou p.-ê.</i> de tapisseries, <i>d’où</i><br /><b>1</b> chambre nuptiale;<br /><b>2</b> portique <i>ou</i> vestibule ; portique <i>ou</i> galerie autour d’un temple.<br />'''Étymologie:''' [[παστός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παστάς:''' -[[άδος]], ἡ = [[παραστάς]]·<br /><b class="num">I.</b> [[προπύλαια]], σε Ηρόδ.· επίσης, [[περιστύλιο]], [[πλατεία]], [[νησίδα]], σε Ξεν...<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[θάλαμος]], εσωτερικό [[δωμάτιο]], νυφική [[κάμαρα]], σε Ευρ., Θεόκρ.· λέγεται για τη [[σπηλιά]] στην οποία ήταν φυλακισμένη η Αντιγόνη, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παστάς Medium diacritics: παστάς Low diacritics: παστάς Capitals: ΠΑΣΤΑΣ
Transliteration A: pastás Transliteration B: pastas Transliteration C: pastas Beta Code: pasta/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A porch in front of the house, Hdt.2.148 (pl.), 169.    2 colonnade, such as ran round temples, X.Mem.3.8.9(pl.), prob. for παραστάσι in Id.Hier.11.2 ; τὰς δὲ παστάδας κοινὰς εἶμεν πάντεσσι, at Delphi, IG22.1126.22, cf. 42(1).109 ii 122 (Epid.) ; = Lat. porticus, D.H.4.44 (pl.), Plu.Galb.25.    3 part of the house next the porch, hall, A.R.1.789, AP6.172.    II inner room, bridal chamber, ἀκτέριστον ἀμφὶ π., of the cave in which Antigone was immured, S.Ant. 1207 ; κεδρωτὰ παστάδων τέραμνα E.Or.1371 (lyr.), cf. Theoc.24.46, AP9.245 (Antiphan.), Menemach. ap. Orib.10.14.3 ; παστάδος ὥρη, of marriageable age, Epigr.Gr.521 (Thessalonica), cf.Chor.in Rev.Phil. 1.241 ; ἄμοιρος ἔτι παστάδος, of a bachelor, Id.Proc.1, cf. 4.

German (Pape)

[Seite 532] άδος, ἡ, die Vorhalle vor dem Hause, Her. 2, 148. 169, wofür bei Hom. αἴθο υσα steht; späterhin, wie στοά, Säulenhalle, Säulengang, bes. vor Tempeln, porticus, Xen. Hier. 11, 2 Mem. 3, 8, 9; Plut. Galb. 25 u. öfter; D. Hal. 4, 44 u. a. Sp.; auch die basilica der Römer, D. Hal. 3, 21. – Der zunächst an die Vorhalle stoßende Theil des Hauses, Vorsaal, bei Hom. πρόδομος, Agath. 31 (VI, 172); Ep. ad. 11 (XII, 91). – Uebh. wie θάλαμος, ein inneres Gemach, bes. Braut-, Schlafgemach, Eur. Or. 1371; Theocr. 24, 46; ἀκτέριστος, vom Grabmal, Soph. Ant. 1207. – Die Alten leiteten es ab von πάσασθαι, πατέομαι, also eigtl. Speisehalle, oder von πάσσω = ποικίλλω (vgl. παστός), noch Andere erklären es als zsgz. aus παραστάς, παρστάς.

Greek (Liddell-Scott)

παστάς: -άδος, ἡ, εἶδος προπυλαίου ἢ προστῴου ἔμπροσθεν τοῦ οἴκου, ὡς τὸ τοῦ Ὁμ. αἴθουσα, ἐκ λίθου μετὰ κιόνων, Ἡρόδ. 2. 148, 169· ὕστερον = στοά, Λατ. porticus, περίστυλον, οἷα τὰ περὶ τοὺς ναούς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9, Ἱέρων 11. 2 (ἔνθα ἡ κοινὴ γραφὴ παραστάσι, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 9.245 ἐναντίον τοῦ μέτρου)· τὰς δὲ παστάδας κοινὰς εἶμεν πάντεσσι, ἐν Δελφοῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 22· - παρὰ Διον. Ἀλ. 3. 21, ἰσοδυναμεῖ τῷ παρὰ Ρωμαίοις basilica. 2) τὸ μέρος τοῦ οἴκου τὸ μετὰ τὸ προπύλαιον, ἡ αὐλή, Λατ. vestibulum, ὡς τὸ παρ’ Ὁμ. πρόδομος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 789, Ἀνθ. Π. 6. 172. ΙΙ. ὡς τὸ θάλαμος, ἐσωτερικὸν δωμάτιον, γυναικών, νυμφικὸς θάλαμος (νυμφὼν Ἡσύχ., πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 248), ἀκτέριστον ἀμφὶ παστάδα, περὶ τοῦ τύμβου εἰς ὃν ζῶσαν καθεῖρξεν ὁ Κρέων τὴν Ἀντιγόνην, Σοφ. Ἀντ. 1207· κεδρωτὰ παστάδων τέρεμνα Εὐρ. Ὀρ. 1371· οὕτω, Θεόκρ. 24. 46, Ἀνθ. Π. 9. 245. (Ἡ σημασία Ι εἶναι κατὰ πολὺ ὁμοία τῇ τοῦ παραστάς, καὶ διὰ τοῦτο αἱ δύο λέξεις συχν. ἐναλλάσσονται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλ’ ἡ σημασία ΙΙ ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. εἰς τὸ πάσσω, καὶ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ οἶκος γεγραμμένος· ὅπερ καὶ ἐπιβεβαιοῦται διὰ τοῦ τύπου παστός, ὁ.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
propr. salle ornée de mosaïque ou p.-ê. de tapisseries, d’où
1 chambre nuptiale;
2 portique ou vestibule ; portique ou galerie autour d’un temple.
Étymologie: παστός.

Greek Monotonic

παστάς: -άδος, ἡ = παραστάς·
I. προπύλαια, σε Ηρόδ.· επίσης, περιστύλιο, πλατεία, νησίδα, σε Ξεν...
II. όπως το θάλαμος, εσωτερικό δωμάτιο, νυφική κάμαρα, σε Ευρ., Θεόκρ.· λέγεται για τη σπηλιά στην οποία ήταν φυλακισμένη η Αντιγόνη, σε Σοφ.