πυραλλίς: Difference between revisions
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=[ῠᾰᾰ] ίδος (ἡ),<br />rouge-gorge, ARSTT. <i>HA</i> 9.1.15, CALL. fr. 100c4, <i>etc</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]]. | |btext=[ῠᾰᾰ] ίδος (ἡ),<br />rouge-gorge, ARSTT. <i>HA</i> 9.1.15, CALL. fr. 100c4, <i>etc</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πυραλίς]] και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> [[πυρραλίς]], -[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] πτηνού, πιθ. περιστεριού<br /><b>2.</b> [[είδος]] εντόμου για το οποίο λεγόταν ότι ζούσε [[μέσα]] στη [[φωτιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐλαῑαι πυραλλίδες» — [[είδος]] ελαίων με κόκκινο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πυραλ</i>(<i>λ</i>)<i>ίς</i>, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από τη λ. <i>πῦρ</i> με το υποκορ. [[επίθημα]] -[[αλίς]] / -<i>αλλίς</i> (με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>-), <b>πρβλ.</b> <i>συκ</i>-<i>αλ</i>(<i>λ</i>)<i>ίς</i>. Η [[ονομασία]] αυτή δικαιολογείται, όσον αφορά το [[είδος]] του πτηνού και το [[είδος]] [[ελιάς]] πιθ. από το [[χρώμα]] τους, ενώ το [[έντομο]] ονομάστηκε [[έτσι]], [[επειδή]] θεωρήθηκε ότι ζει στη [[φωτιά]]. Το διπλό -<i>ρρ</i>- του τ. [[πυρραλίς]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> οφείλεται πιθ. σε [[επίδραση]] του τ. [[πυρρός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>). Έχει διατυπωθεί, [[επίσης]], η λιγότερο πιθανή [[άποψη]] ότι η λ. ως ονομ. πτηνού [[πρέπει]] να συνδεθεί με το [[πυρός]] «[[σίτος]]» λόγω του είδους της τροφής του (<b>πρβλ.</b> <i>συκ</i>-<i>αλλίς</i>: [[σῦκον]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
[ῠᾰᾰ] ίδος (ἡ),
rouge-gorge, ARSTT. HA 9.1.15, CALL. fr. 100c4, etc.
Étymologie: πῦρ.
Greek Monolingual
και πυραλίς και κατά τον Ησύχ. πυρραλίς, -ίδος, ἡ, Α
1. είδος πτηνού, πιθ. περιστεριού
2. είδος εντόμου για το οποίο λεγόταν ότι ζούσε μέσα στη φωτιά
3. φρ. «ἐλαῑαι πυραλλίδες» — είδος ελαίων με κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυραλ(λ)ίς, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από τη λ. πῦρ με το υποκορ. επίθημα -αλίς / -αλλίς (με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ-), πρβλ. συκ-αλ(λ)ίς. Η ονομασία αυτή δικαιολογείται, όσον αφορά το είδος του πτηνού και το είδος ελιάς πιθ. από το χρώμα τους, ενώ το έντομο ονομάστηκε έτσι, επειδή θεωρήθηκε ότι ζει στη φωτιά. Το διπλό -ρρ- του τ. πυρραλίς που παραδίδει ο Ησύχ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση του τ. πυρρός (< πῦρ). Έχει διατυπωθεί, επίσης, η λιγότερο πιθανή άποψη ότι η λ. ως ονομ. πτηνού πρέπει να συνδεθεί με το πυρός «σίτος» λόγω του είδους της τροφής του (πρβλ. συκ-αλλίς: σῦκον)].