συμπάσχω: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(Bailly1_5)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=éprouver les mêmes sentiments ; sympathiser avec, compatir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πάσχω]].
|btext=éprouver les mêmes sentiments ; sympathiser avec, compatir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πάσχω]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[σύν]] and [[πάσχω]] (including its alternate); to [[experience]] [[pain]] [[jointly]] or of the [[same]] [[kind]] ([[specially]], [[persecution]]; to "sympathize"): [[suffer]] [[with]].
}}
}}

Revision as of 17:44, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπάσχω Medium diacritics: συμπάσχω Low diacritics: συμπάσχω Capitals: ΣΥΜΠΑΣΧΩ
Transliteration A: sympáschō Transliteration B: sympaschō Transliteration C: sympascho Beta Code: sumpa/sxw

English (LSJ)

   A have the same thing happen to one, οἱ τοὺς Χασμωμένους . . ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο σ. Pl.Chrm.169c, cf. Ep.Rom.8.17; θαυμαστὸν . . τὸ συμπάσχειν τὰς τραγέας Thphr.Od.62.    II c. dat., to be affected in common with, ἀλλήλοις Arist.APr.70b16; commotiunculis, Cic.Att.12.11; προσώποις, of a mimic dancer, IG14.2124.3 (Rome, ii/iii A.D.); τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα σ. Arist.Phgn.805a6; εἰ [ὅλον τὸ σῶμα] σ. τι τῇ ἀκοῇ Thphr.Sens.57; τοῖς ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις τὸ ἧπαρ σ. Gal.18(1).25, cf. 16.555, Sor.2.20, al.    III have a fellow-feeling, sympathize, feel sympathy, Pl.R.605d, Antiph. 84, Sor.1.4. Cf. συμπαθέω.

German (Pape)

[Seite 985] (s. πάσχω), mit, zugleich, zusammen leiden, mit in Leidenschaft gerathen, in denselben Zustand, dieselbe Beschaffenheit versetzt werden; ὥςπερ οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο ξυμπάσχουσι, Plat. Charm. 169 c; Antiphan. in B. A. 114; ταῖς τινος ἀτυχίαις, Pol. 4, 7, 3, vgl. 15, 19, 4; a. Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συμπάσχω: πάσχω τὸ αὐτό, παθαίνω τὸ ἴδιον πρᾶγμα, οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο ξυμπάσχουσιν Πλάτ. Χαρμ. 169C. II. μετὰ δοτ., ὁμοίως διατίθεμαι, τὰ αὐτὰ αἰσθάνομαι, ἀλλήλοις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 27, 9· τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα σ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 1, 2· τοῖς ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις τὸ ἧπαρ σ. Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἀφορ. 6. 16. ΙΙΙ. ἔχω κοινὸν αἴσθημα, αἰσθάνομαι συμπάθειαν, συμπαθῶ πρός τινα, Πλάτ. Πολ. 605D· ἐλεῶ, Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 5. ― Πρβλ. συμπαθέω.

French (Bailly abrégé)

éprouver les mêmes sentiments ; sympathiser avec, compatir à, τινι.
Étymologie: σύν, πάσχω.

English (Strong)

from σύν and πάσχω (including its alternate); to experience pain jointly or of the same kind (specially, persecution; to "sympathize"): suffer with.