συμπαθέω
πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις → pride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall
English (LSJ)
A to be sympathetically affected, δοκεῖ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα συμπαθεῖν ἀλλήλοις Arist.Phgn.808b11; ξ. κεφαλῇ τὰ μέσα Aret.CD1.4, cf. Gal.8.33:—Pass., J.AJ16.11.8.
2 c. dat. pers., sympathize with, τοῖς φίλοις Epicur.Sent.Vat.66.
3 c. dat. rei, sympathize in, feel for, ἀτυχίαις Isoc.4.112 (dub.), cf. Ep.Hebr.4.15, Plu.Cleom.1, etc.
4 abs., feel sympathy, Id.Tim.14, IG14.760 (Naples, i A.D.); ἐκ τοῦ παθεῖν γίγνωσκε καὶ τὸ συμπαθεῖν· καὶ σοὶ γὰρ ἄλλος συμπαθήσεται παθών (fut. Med. in act. sense) Philem.230, cf. Phld.Po.5.33.
German (Pape)
[Seite 983] mit od. zugleich leiden, empfinden, gleiche Stimmung, Empfindung haben; καὶ ταῖς μικραῖς συμφοραῖς πολλοὺς εἶχε συμπαθήσοντας, Isocr. 4, 112; Arist. physiogn. 4, 1; Plut. Timol. 14 u. A., in demselben Zustande sein, Theophr.
French (Bailly abrégé)
συμπαθῶ :
1 prendre sa part de la souffrance d'autrui, éprouver de la compassion, de la sympathie : τινι pour qqn ou pour qch;
2 éprouver les mêmes sentiments ou impressions que, τινι.
Étymologie: συμπαθής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπαθέω, Att. ook ξυμπαθέω [συμπαθής] meevoelen, meeleven, sympathiseren; met dat. met iets of iem.
Russian (Dvoretsky)
συμπᾰθέω:
1 питать одинаковые чувства, относиться с сочувствием, питать симпатию (ἀλλήλοις Arst.);
2 соболезновать, сострадать (ταῖς ἀτυχίαις τινός - v.l. συμπενθέω Isocr.): τῷ μέλλοντι γίνεσθαι συμπαθῆσαι Plut. почувствовать жалость к обреченным (на разрушение Сиракузам).
English (Strong)
from συμπαθής; to feel "sympathy" with, i.e. (by implication) to commiserate: have compassion, be touched with a feeling of.
English (Thayer)
(T WH συνπαθέω (cf. σύν, II. at the end)), συμπάθω: 1st aorist συνεπάθησα; (συμπαθής);
a. to be affected with the same feeling as another, to sympathize with (Aristotle, Plutarch).
b. in reference to the wretched, to feel for, have compassion on, (Vulg. compatior): τίνι, A. V. to be touched with the feeling of); Isocrates, p. 64b.; Dionysius Halicarnassus, Plutarch).
Greek Monotonic
συμπᾰθέω: μέλ. -ήσω, αισθάνομαι συμπάθεια, μοιράζομαι τα αισθήματα κάποιου, σε Ισοκρ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπᾰθέω: αἰσθάνομαι ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, αἰσθάνομαι τὰ αὐτά, εὑρίσκομαι εἰς συμπάθειαν, συμπαθεῖν δοκεῖ ἀλλήλοις ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα Ἀριστ. Φυσιογν. 4, 1· ξ. κεφαλῇ τὰ μέσα Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4. 2) μετὰ δοτ., πράγμ., συμπαθῶ διά τι, ἀτυχίαις Ἰσοκρ. 64Β, πρβλ. Πλουτ. Κλεομ. 1, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. δ΄, 15, κτλ. 3) ἀπολ., αἰσθάνομαι συμπάθειαν, Πλουτ. Τιμ. 14· ἐκ τοῦ παθεῖν γίγνωσκε καὶ τὸ συμπαθεῖν· καὶ σοὶ γὰρ ἄλλος συμπαθήσεται παθὼν (ἔνθα ὁ μέσος μέλλων κεῖται ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας) Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 51b. ― Πρβλ. συμπάσχω. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 191-192.
Middle Liddell
fut. ήσω
to sympathise, Isocr., etc.
Chinese
原文音譯:sumpaqšw 沁-爬帖哦
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:共同-情感
字義溯源:同情,感受,憐恤;源自(συμπαθής)=同感),而 (συμπαθής)出自(συμπάσχω)=一同受苦),係由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(πάσχω)*=經歷)組成。參讀 (ἀντιλαμβάνω)同義字
出現次數:總共(2);來(2)
譯字彙編:
1) 你們⋯體恤(1) 來10:34;
2) 體恤(1) 來4:15