πρόσχωρος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />limitrophe, voisin <i>en parl. de lieux</i> ; ὁ [[πρόσχωρος]] celui qui habite auprès, voisin, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[χώρα]]. | |btext=ος, ον :<br />limitrophe, voisin <i>en parl. de lieux</i> ; ὁ [[πρόσχωρος]] celui qui habite auprès, voisin, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[χώρα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κοντά]], [[γειτονικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πρόσχωρος]]<br />ο [[γείτονας]] («παρῆσαν... οἵ τε Κορίνθιοι... καὶ οἱ ἄλλοι πρόσχωροι», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χῶρος]] ([[πρβλ]] [[περί]]-<i>χωρος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (χώρα)
A lying near, neighbouring, τόπος A.Pers.273, S.OT1127; ξένοι Id.OC493; τοῖχοι OGI483.120 (Pergam.). II Subst., neighbour, Hdt.9.15, S.OC1065 (lyr.), Th.8.11, Pl.Lg.737d, Arist.Pol.1269b6, IG22.1364 (i A.D.). 2 πρόσχωρος, ἡ, frontier, BCH55.43 (Odessus, i B.C.).
German (Pape)
[Seite 789] daran liegend, benachbart; τόπος, Aesch. Pers. 265, wie Soph. O. R. 1127; ξένοι, O. C. 494; der Nachbar, 1067; τινός, Her. 9, 15; Thuc. 8, 11; Plat. Legg. V, 737 d; Xen. Cyr. 4, 5, 35; Dem. u. Folgde, wie Pol. 5, 79, 8. daran liegend, benachbart; τόπος, Aesch. Pers. 265, wie Soph. O. R. 1127; ξένοι, O. C. 494; der Nachbar, 1067; τινός, Her. 9, 15; Thuc. 8, 11; Plat. Legg. V, 737 d; Xen. Cyr. 4, 5, 35; Dem. u. Folgde, wie Pol. 5, 79, 8.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσχωρος: -ον, (χώρα) ὁ πλησίον κείμενος, πλησιόχωρος, γειτονικός, τόπος Αἰσχύλ. Πέρσ. 273, Σοφ. Ο. Τ. 1127· ξένοι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 493. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., γείτων, οἱ πρ. τινος οἱ γείτονές τινος Ἡρόδ. 9. 15, Σοφ. Ο. Κ. 493, 1094, Θουκ. 8. 11, Πλάτ. Νόμ. 737D. Κατὰ Σουΐδ.: «πρόσχωροι, περίοικοι».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
limitrophe, voisin en parl. de lieux ; ὁ πρόσχωρος celui qui habite auprès, voisin, gén. ou dat..
Étymologie: πρός, χώρα.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται κοντά, γειτονικός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πρόσχωρος
ο γείτονας («παρῆσαν... οἵ τε Κορίνθιοι... καὶ οἱ ἄλλοι πρόσχωροι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χῶρος (πρβλ περί-χωρος)].