ὑποκαταβαίνω: Difference between revisions
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> descendre tout à fait en bas, <i>ou simpl.</i> descendre;<br /><b>2</b> descendre peu à peu;<br /><b>3</b> descendre secrètement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[καταβαίνω]]. | |btext=<b>1</b> descendre tout à fait en bas, <i>ou simpl.</i> descendre;<br /><b>2</b> descendre peu à peu;<br /><b>3</b> descendre secrètement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[καταβαίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[καταβαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. αρσ. αορ. β') <i>ὑποκαταβάς</i><br />(με σημ. επιρρ.) [[αμέσως]] [[παρακάτω]] («[[διόπερ]] ὑπερκαταβὰς ἔφη», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατεβαίνω]] [[σιγά]] [[σιγά]] ή [[κατεβαίνω]] [[κρυφά]]<br /><b>2.</b> [[κατέρχομαι]] [[κάπως]] («καὶ αὐτὸς μὲν ἐν τῷ πεδίῳ ὑποκαταβὰς ἐσκήνου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[χαλαρώνω]] θεραπευτική [[αγωγή]]<br />β) (για νόσο) εμφανίζομαι [[πάλι]] [[μετά]] από μικρό [[διάλειμμα]]<br /><b>4.</b> εγκαθίσταμαι σε έναν [[τόπο]]<br /><b>5.</b> <b>εκκλ.</b> <b>μτφ.</b> [[γίνομαι]] [[αιρετικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
A descend by degrees, Hdt.2.15, Hp.Prog.11, Th.7.60, Clearch. ap. J.Ap.1.22, Gal.18(2).145; come down, X.An.7.4.11, D.C.40.26. 2 go back gradually, i. e. relax severity of régime, Hp.Aph.1.7. 3 settle down, Arist.Pr.938b31, Alex.Aphr.Pr.2.20. 4 ὑποκαταβάς, lower down in the text, Eust.1351.43, al.
German (Pape)
[Seite 1219] (s. βαίνω), allmälig herabgehen, herabsteigen; Her. 2, 15; Thuc. 7, 60; Xen. An. 7, 7,11; Sp., wie Luc. Cont. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκαταβαίνω: καταβαίνω βαθμηδόν, κατὰ μικρόν, ἢ κρυφίως, Ἡρόδ. 2. 15, Ἱππ. Προγν. 40, Θουκ. 7. 60· καταβαίνω, κατέρχομαι ὀλίγον, Ξεν. Ἀναβ. 7. 4, 11· - μεταφορ., συγκαταβαίνω εἴς τι, μετ’ αἰτ., ὑποκαταβαίνων τὴν ἀσθένειαν = τῇ ἀσθενείᾳ, Ἐπιφάν. ΙΙ, 17. 2) καταβαίνω, ὑποστρέφω κατὰ μικρόν, Ἱππ. 1243C. 3) ὑποκαταβάς, κατωτέρω ἐν τῷ βιβλίῳ, Εὐστάθ. 1351. 43, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
1 descendre tout à fait en bas, ou simpl. descendre;
2 descendre peu à peu;
3 descendre secrètement.
Étymologie: ὑπό, καταβαίνω.
Greek Monolingual
ΜΑ καταβαίνω
μσν.
(η μτχ. αρσ. αορ. β') ὑποκαταβάς
(με σημ. επιρρ.) αμέσως παρακάτω («διόπερ ὑπερκαταβὰς ἔφη», Ευστ.)
αρχ.
1. κατεβαίνω σιγά σιγά ή κατεβαίνω κρυφά
2. κατέρχομαι κάπως («καὶ αὐτὸς μὲν ἐν τῷ πεδίῳ ὑποκαταβὰς ἐσκήνου», Ξεν.)
3. ιατρ. α) χαλαρώνω θεραπευτική αγωγή
β) (για νόσο) εμφανίζομαι πάλι μετά από μικρό διάλειμμα
4. εγκαθίσταμαι σε έναν τόπο
5. εκκλ. μτφ. γίνομαι αιρετικός.