χρυσωρύχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui creuse <i>ou</i> exploite une mine d’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[ὀρύσσω]].
|btext=ος, ον :<br />qui creuse <i>ou</i> exploite une mine d’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[ὀρύσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[άτομο]] που σκάβει τη γη ή ανασκαλεύει την άμμο για να βρει χρυσό<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[εργάτης]] σε [[χρυσωρυχείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρύχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀρύσσω]] «[[σκάβω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεταλλ</i>-<i>ωρύχος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}

Revision as of 06:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσωρύχος Medium diacritics: χρυσωρύχος Low diacritics: χρυσωρύχος Capitals: ΧΡΥΣΩΡΥΧΟΣ
Transliteration A: chrysōrýchos Transliteration B: chrysōrychos Transliteration C: chrysorychos Beta Code: xrusw/ruxos

English (LSJ)

(parox.), ον, (ὀρύσσω)

   A digging for gold, μύρμηκες Str.2.1.9; ἔργα Supp.Epigr.6.166 (Phrygia, iv A. D.): as Subst., gold-miner, Zos.Alch. p.240B.; cf. χρυσώρυφος.

German (Pape)

[Seite 1383] Gold grabend, Goldgräber, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσωρύχος: [ῠ], -ον, (ὀρύσσω) ὁ ἐξωρύττων χρυσόν, τοὺς χρυσωρύχους μύρμηγκας Στράβ. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui creuse ou exploite une mine d’or.
Étymologie: χρυσός, ὀρύσσω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
άτομο που σκάβει τη γη ή ανασκαλεύει την άμμο για να βρει χρυσό
νεοελλ.-μσν.
εργάτης σε χρυσωρυχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].