ᾠδός: Difference between revisions
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
(Bailly1_5) |
(47c) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br />chanteur, chanteuse.<br />'''Étymologie:''' contr. p. [[ἀοιδός]]. | |btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br />chanteur, chanteuse.<br />'''Étymologie:''' contr. p. [[ἀοιδός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, και [[ὠδόν]], τὸ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[οὐδός]] (Ι).———————— <b>(II)</b><br />ὁ, ἡ, (Α, [[ᾠδός]])<br /><b>1.</b> [[αοιδός]]<br /><b>2.</b> [[ποτήρι]] με [[κρασί]] που έδινε ο [[ένας]] στον [[άλλο]] τραγουδώντας συμποτικά τραγούδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνηρημένος τ. του [[ἀοιδός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀείδω]] «[[τραγουδώ]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ (and in Paus.10.5.12, ἡ), contr. for ἀοιδός,
A singer, χρησμῶν E.Heracl.488, cf. Phld.Mus.p.20 K., etc.; μετὰ Λέσβιον ᾠδόν, prov. of a second-rate musician, Cratin.243, cf. Arist.Fr.545; οἱ τοῦ Διονύσου ᾠ. Pl.Lg.812b; χορούς τινας . . ᾠδούς ib.800e; of cicadae, οἱ ὑπὲρ κεφαλῆς ᾠ. Id.Phdr.262d, cf. AP6.54 (Paul.Sil.); τὸν ἀλεκτρυόνα τὸν ᾠδὸν ἀποπνίξασά μου Pl.Com.14D.; ὑπὸ τὸν ᾠδὸν ὄρνιθα about cockcrow, Poll.1.71. II the cup passed round when a scolion was sung, Antiph.85.2, cf. Tryphoap.Ath.11.503d.
German (Pape)
[Seite 1408] ὁ, zsgzgn statt ἀοιδός (von ἀείδω, ᾄδω), der Sä nger; ᾠδοὶ χρησμῶν Eur. Heracl. 489; Plat. Phaedr. 262 d Rep. VII, 800 c; ὑπὸ τὸν ᾠδὸν ὄρνιθα, gegen die Zeit des Hahnenschreies, Poll. 1, 71. – Nach Ath. XI, 503 d hieß so der Pokal, bei dem man die Skolien sang, aus Antiphan.
Greek (Liddell-Scott)
ᾠδός: ὁ, (καὶ παρὰ Παυσ. 10. 5, 5, ἡ), κατὰ συναίρεσιν ἀντὶ ἀοιδός, ψάλτης, χρησμῶν Εὐρ. Ἡρακλ. 488, πρβλ. 403· μετὰ Λέσβιον ᾠδόν, παροιμία ἐπὶ ἀοιδοῦ τὰ δεύτερα φερομένου, Κρατῖνος ἐν «Χείρωσι» 19, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 502· οἱ Διονύσου ᾠδοὶ Πλάτ. Νόμ. 812Β· χορούς τινας… ᾠδοὺς αὐτόθι 800Ε· ἐπὶ τῶν τεττίγων, οἱ ὑπὲρ κεφαλῆς ᾠδοὶ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 262D, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 54· περὶ τὸν ᾠδὸν ὄρνιθα, καθ’ ὃν χρόνον ᾄδει ὁ ἀλεκτρυών, Πολυδ. Α΄, 71. ΙΙ. Τὸ ποτήριον τὸ ἐπὶ τῷ σκολίῳ διδόμενον, Ἀντιφάνης ἐν «Διπλασίοις» 1, πρβλ. Τρύφωνα παρ’ Ἀθην. 503D.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, ἡ)
chanteur, chanteuse.
Étymologie: contr. p. ἀοιδός.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, και ὠδόν, τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. οὐδός (Ι).———————— (II)
ὁ, ἡ, (Α, ᾠδός)
1. αοιδός
2. ποτήρι με κρασί που έδινε ο ένας στον άλλο τραγουδώντας συμποτικά τραγούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του ἀοιδός (< ἀείδω «τραγουδώ»)].