συνεισάγω: Difference between revisions
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(Bailly1_5) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=introduire avec <i>ou</i> en même temps, acc. ; <i>fig.</i> amener : τινί [[τι]] une chose avec une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἰσάγω]]. | |btext=introduire avec <i>ou</i> en même temps, acc. ; <i>fig.</i> amener : τινί [[τι]] une chose avec une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἰσάγω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ [[εἰσάγω]]<br />[[εισάγω]] συγχρόνως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνεισάγομαι</i><br />α) (για [[δίκη]]) εισάγομαι για [[εκδίκαση]] [[μαζί]] με [[άλλη]]<br />β) (για [[νομοσχέδιο]]) εισάγομαι για [[ψηφοφορία]] [[μαζί]] με [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>2.</b> [[συνεισφέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ],
A bring in together, τὰ ἐπιτήδεια X.Cyr.3.2.24; τὰ ἱερὰ ὀφειλήματα PEleph.26.6 (iii B.C.); ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Plu.2.91b, cf.Placit.1.27.3, Hierocl.in CA6p.428M., 22p.468M.:—Med., πυροῦ [ἀρτάβας] σ. τῇ ἐφετείᾳ φορολογίᾳ BGU1760.28 (i B.C.):— Pass., ᾧ συνεισάγεται in which is included . ., S.E.P.2.86, cf. Steph. in Hp.1.107D.
German (Pape)
[Seite 1011] (s. ἄγω), mit od. zugleich einführen, einbringen; Her. 5, 75; τὰ ἐπιτήδεια, Xen. Cyr. 3, 2, 24; – sc. στρατόν, zugleich einen Einfall thun, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνεισάγω: εἰσάγω ὁμοῦ, τὰ ἐπιτήδεια Ξεν. Κύρ. 3. 2, 24· ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Πλούτ. 2, 91Β. ― Παθ., συνεισάγεται, ἀκολουθεῖ συγχρόνως, ἐπὶ ἐπιδράσεως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2, 86· ― ῥηματ. ἐπίθετ. συνεισακτέον, δεῖ συνεισάγειν, Ὠριγέν. τ. 1, σ. 181Α.
French (Bailly abrégé)
introduire avec ou en même temps, acc. ; fig. amener : τινί τι une chose avec une autre.
Étymologie: σύν, εἰσάγω.
Greek Monolingual
ΝΑ εἰσάγω
εισάγω συγχρόνως
νεοελλ.
μέσ. συνεισάγομαι
α) (για δίκη) εισάγομαι για εκδίκαση μαζί με άλλη
β) (για νομοσχέδιο) εισάγομαι για ψηφοφορία μαζί με άλλο
αρχ.
1. συμπεριλαμβάνω
2. συνεισφέρω.