σφένδαμνος: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ἡ) :<br />érable, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à [[σφενδόνη]]. | |btext=ου (ἡ) :<br />érable, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à [[σφενδόνη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ, και [[σφένδαμνος]] και σφένδαμος, ο, Ν<br /><b>βοτ.</b> ελληνική [[ονομασία]] ειδών του γένους άκερ και, κατ' [[επέκταση]], ολόκληρου του γένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όνομα φυτού, αβέβαιης ετυμολ., με [[επίθημα]] -<i>αμνον</i> πιθ. αιγαιακής προελεύσεως (<b>πρβλ.</b> <i>δίκτ</i>-<i>αμνον</i>, [[ῥάδαμνος]]). Η λ. [[ωστόσο]] έχει συνδεθεί με το θ. του <i>σφενδ</i>-<i>όνη</i>, λόγω της ελαφράς κίνησης του πλούσιου φυλλώματος του φυτού. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο βυζ. τ. <i>άσφένδαμνος</i> θα μπορούσε να οδηγήσει στην [[υπόθεση]] ότι το όνομα του φυτού σχηματίστηκε από το [[τοπωνύμιο]] <i>Ἄσπενδος</i> (<b>πρβλ.</b> και τον τ. του Ησυχίου [[σπένδαμνον]]), όπως και το [[δίκταμνον]] σχηματίστηκε πιθ. από το όνομα του όρους <i>Δίκτη</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A Olympian maple, Acer monspessulan im, Thphr. HP3.3.1 (cj.), 3.11.1, Dicaearch.2.2.
Greek (Liddell-Scott)
σφένδαμνος: ἡ, ὄνομα δένδρου, κοινῶς «σφεδάμνι», Λατιν. aecr, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 3, 1, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
érable, arbre.
Étymologie: DELG pê apparenté à σφενδόνη.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και σφένδαμνος και σφένδαμος, ο, Ν
βοτ. ελληνική ονομασία ειδών του γένους άκερ και, κατ' επέκταση, ολόκληρου του γένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όνομα φυτού, αβέβαιης ετυμολ., με επίθημα -αμνον πιθ. αιγαιακής προελεύσεως (πρβλ. δίκτ-αμνον, ῥάδαμνος). Η λ. ωστόσο έχει συνδεθεί με το θ. του σφενδ-όνη, λόγω της ελαφράς κίνησης του πλούσιου φυλλώματος του φυτού. Κατ' άλλη άποψη, ο βυζ. τ. άσφένδαμνος θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπόθεση ότι το όνομα του φυτού σχηματίστηκε από το τοπωνύμιο Ἄσπενδος (πρβλ. και τον τ. του Ησυχίου σπένδαμνον), όπως και το δίκταμνον σχηματίστηκε πιθ. από το όνομα του όρους Δίκτη].