σφάραγος: Difference between revisions
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[λαιμός]], [[βρόχος]], [[τράχηλος]] EUST.<br />'''Étymologie:''' R. Σφαργ, faire du bruit. | |btext=ου (ὁ) :<br />[[λαιμός]], [[βρόχος]], [[τράχηλος]] EUST.<br />'''Étymologie:''' R. Σφαργ, faire du bruit. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[βρόγχος]], [[τράχηλος]], [[λαιμός]], [[ψόφος]]»<br /><b>2.</b> [[φάρυγγας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[σφάραγος]] με σημ. «[[ψόφος]]» συνδέεται με το ρ. <i>σφαραγοῦμαι</i> και έχει σχηματιστεί μτγν. πιθ. από το σύνθ. σε -[[σφάραγος]] (<b>πρβλ.</b> [[ασφάραγος]] (II), [[ἐρισφάραγος]]), [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>σμαραγῶ</i>: [[σμάραγος]]. Η [[ερμηνεία]], [[τέλος]], που έχει αποδοθεί στον τ. από τον Ησύχιο «[[τράχηλος]], [[λαιμός]], [[φάρυγγας]]» οφείλεται σε παρετυμολογική [[σύνδεση]] του με τη λ. [[ἀσφάραγος]] (Ι) «[[φάρυγγας]], [[λαιμός]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
βρόγχος, τράχηλος, λαιμός, ψόφος, Hsch.:
A = φάρυγξ, Apion ap.Phot.
Greek (Liddell-Scott)
σφάραγος: ὁ, ἡ μετὰ ψόφου ἔκρηξις. - Ἡ λέξις αὕτη μνημονεύεται ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις σφαραγέομαι, -ίζω, καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις βαρυ-, ἐρι-σφάραγος. (Ἡ ῥίζα εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. Sphur΄g , sphur΄g âmi (tono), vis’ pur΄g (strepo)˙ Λιθ. spragu (crepare)˙ - δυσκόλως δύναταί τις, νὰ πεισθῇ ὅτι τὰ σπαργάω, σφριγάω δὲν σχετίζονται πρὸς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, πρβλ. σφαραγέομαι ΙΙ). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφάραγος˙ βρόγχος. τράχηλος. λαιμός. ψόφος».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
λαιμός, βρόχος, τράχηλος EUST.
Étymologie: R. Σφαργ, faire du bruit.
Greek Monolingual
Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «βρόγχος, τράχηλος, λαιμός, ψόφος»
2. φάρυγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σφάραγος με σημ. «ψόφος» συνδέεται με το ρ. σφαραγοῦμαι και έχει σχηματιστεί μτγν. πιθ. από το σύνθ. σε -σφάραγος (πρβλ. ασφάραγος (II), ἐρισφάραγος), κατά το σχήμα σμαραγῶ: σμάραγος. Η ερμηνεία, τέλος, που έχει αποδοθεί στον τ. από τον Ησύχιο «τράχηλος, λαιμός, φάρυγγας» οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση του με τη λ. ἀσφάραγος (Ι) «φάρυγγας, λαιμός»].