ὑλώδης: Difference between revisions
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> boisé, couvert de forêts;<br /><b>2</b> plein de lie, bourbeux.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br /><b>1</b> boisé, couvert de forêts;<br /><b>2</b> plein de lie, bourbeux.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[ὑλώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ύλη]]<br />ο καλυμμένος από [[δάσος]], σύδενδρος, [[δασώδης]] («[[ὑλώδης]] τε καὶ ἀτριβὴς πᾱσα ὑπ' ἐρημίας ἦν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υλικός]]<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] ιλύ, [[πηλώδης]], [[θολός]] («πρὸς χωρία δύσιππα καὶ ποταμὸν ὑλώδη καὶ τραχύν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑλώδη</i><br />τόποι καλυμμένοι από δάση. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], ες.
A woody, wooded, νῆσος Th.4.8,29; πάγος S.Ichn. 215; ὄρος, λόφος, Dicaearch.2.1, Plu.Marc.29; ὁδοί Onos.6.7: τὰ ὑ. wooded ground, opp. τὰ ψιλά, X.Cyn.5.7. II turbid, muddy, ὕδωρ Dsc.5.81; ποταμός, λίμναι, ῥεῖθρον, Plu.Pyrrh.21, Sull.20, Brut. 51: metaph., βίος David Proll.79.3: cf. ὕλη IV. 1.
German (Pape)
[Seite 1177] ες, 1) holzig, waldig; Thuc. 4, 29; τόπος, Pol. 3, 18, 10. – 2) = ἰλυώδης, unrein, schlammig, s. Schaef. Greg. p. 555 u. vgl. ὑλίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλώδης: -ες, (εἶδος) δασώδης, ὑπὸ δάσους κεκαλυμμένος, νῆσος Θουκ. 4. 8, 29· λόφος, ὄρος Πλούτ., κλπ.· τὰ ὑλώδη, τόποι δασώδεις, ὑπὸ δασῶν κεκαλυμμένοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ψιλά, Ξεν. Κυν. 5. 7. ΙΙ. θολός, πηλώδης, ὕδωρ, οἶνος Διοσκ. 5. 87· ποταμός, λίμνη, ῥεῖθρον Πλουτ. Πύρρ. 21, Σύλ. 20, Βροῦτ. 51. ἀλλ’ ἴδε ὕλη IV.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 boisé, couvert de forêts;
2 plein de lie, bourbeux.
Étymologie: ὕλη, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / ὑλώδης, -ῶδες, ΝΑ ύλη
ο καλυμμένος από δάσος, σύδενδρος, δασώδης («ὑλώδης τε καὶ ἀτριβὴς πᾱσα ὑπ' ἐρημίας ἦν», Θουκ.)
αρχ.
1. υλικός
2. ο γεμάτος ιλύ, πηλώδης, θολός («πρὸς χωρία δύσιππα καὶ ποταμὸν ὑλώδη καὶ τραχύν», Πλούτ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑλώδη
τόποι καλυμμένοι από δάση.