ὑπονύσσω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=piquer légèrement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[νύσσω]].
|btext=piquer légèrement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[νύσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τσιμπώ]], [[κεντώ]] [[κάτι]] λίγο ή [[αποκάτω]] («[[ἄκρα]] δὲ χειρῶν δάκτυλα πάνθ' ὑπένυξεν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με ζώο) [[οδηγώ]] με τη [[βουκέντρα]], [[κεντρίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[παρακινώ]], [[παροτρύνω]]<br /><b>4.</b> (το μέσ. στο γ' πρόσ.) <i>ὑπονύσσεται</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «καταπονεῑται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[νύσσω]] «[[κεντώ]], [[τσιμπώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπονύσσω Medium diacritics: ὑπονύσσω Low diacritics: υπονύσσω Capitals: ΥΠΟΝΥΣΣΩ
Transliteration A: hyponýssō Transliteration B: hyponyssō Transliteration C: yponysso Beta Code: u(ponu/ssw

English (LSJ)

   A prick or sting underneath: generally, sting, Theoc.19.3; prick, Ael.NA2.50; prod, goad, ταῦρον Hld.10.28; τοὺς ὑποχειρίους LXX Is.58.3:—Pass., ὑπονύσσεται· καταπονεῖται, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1227] unten oder ein wenig stechen, spornen, übertr., – reizen, beunruhigen, Theocr. 19, 3; Hesych. erkl. ὑπονύσσεται, καταπονεῖται.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπονύσσω: μέλλ. -ξω, κεντῶ κάτωθεν· καθόλου, κεντῶ, πλήττω, Θεόκρ. 19. 5. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπονύσσεται· καταπονεῖται» (δηλ. ὁ ἵππος) Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

piquer légèrement.
Étymologie: ὑπό, νύσσω.

Greek Monolingual

Α
1. τσιμπώ, κεντώ κάτι λίγο ή αποκάτωἄκρα δὲ χειρῶν δάκτυλα πάνθ' ὑπένυξεν», Θεόκρ.)
2. (σχετικά με ζώο) οδηγώ με τη βουκέντρα, κεντρίζω
3. μτφ. παρακινώ, παροτρύνω
4. (το μέσ. στο γ' πρόσ.) ὑπονύσσεται
(κατά τον Ησύχ.) «καταπονεῑται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + νύσσω «κεντώ, τσιμπώ»].