βρότεος: Difference between revisions

From LSJ
(Autenrieth)
(21)
Line 7: Line 7:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[βροτός]]): [[human]]; [[φωνή]], Od. 19.545†.
|auten=([[βροτός]]): [[human]]; [[φωνή]], Od. 19.545†.
}}
{{Slater
|sltr=[[βρότεος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[mortal]], of men Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον, βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει κοίλαν πρὸς ἄγυιαν θνᾳσκόντων: (O. 9.34) βροτέαις ἀρεταῖς (P. 1.41) καλλίστα βροτεᾶν [[πολίων]] (sc. [[Ἀκράγας]]) (P. 12.1) [[μέρος]] ἕκαστον [[οἷον]] ἔχομεν βρότεον [[ἔθνος]] (N. 3.74) “βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα” (sc. [[Θέτις]]) (I. 8.36) οὐ γὰρ ἔσθ' [[ὅπως]] τὰ [[θεῶν]] βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 4. βροτεᾶνφρένα κράτιστον φρενῶν fr. 222. 3. [βρότεον [[ἔθνος]] (codd.: βροτὸν Er. Schmid) (P. 10.28) ]
}}
}}

Revision as of 13:59, 17 August 2017

German (Pape)

[Seite 465] dass.; Hom. einmal, Odyss. 19, 545, der Penelope träumt, daß ein Adler φωνῇ βροτέῃ spricht; – εὐνή H. h. Ven. 47; χρώς Hes. O. 414; ἔθνος Pind. N. 3, 71; σώματα, πόλεις, ἀρεταί, Ol. 9, 36 P. 12, 1. 1, 41; Aesch. Eum. 164.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
des mortels, des hommes.
Étymologie: βροτός.

English (Autenrieth)

(βροτός): human; φωνή, Od. 19.545†.

English (Slater)

βρότεος
   1 mortal, of men Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον, βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει κοίλαν πρὸς ἄγυιαν θνᾳσκόντων: (O. 9.34) βροτέαις ἀρεταῖς (P. 1.41) καλλίστα βροτεᾶν πολίων (sc. Ἀκράγας) (P. 12.1) μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος (N. 3.74) “βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα” (sc. Θέτις) (I. 8.36) οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 4. βροτεᾶνφρένα κράτιστον φρενῶν fr. 222. 3. [βρότεον ἔθνος (codd.: βροτὸν Er. Schmid) (P. 10.28) ]