λοῖσθος: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(Autenrieth)
(23)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[λοιπός]]): [[last]], Il. 23.536†.
|auten=([[λοιπός]]): [[last]], Il. 23.536†.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />λοῑσθος, -ον (Α)<br />[[έσχατος]], ύστατος, [[λοίσθιος]] («[[θάνατος]] λοῑσθος ἰατρὸς κακῶν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> <i>λοιhισ</i>-<i>θFoς</i>, σύνθ. [[λέξη]] της οποίας το α' συνθετικό συνδέεται ετυμολ. με το συγκριτικού βαθμού γερμ. <i>lais</i>-<i>iz</i> «λιγότερος» και με το αγγλ. <i>less</i> «λιγότερος», ενώ το β' συνθετικό με τα <i>θέω</i> «[[τρέχω]]», [[θοός]] «γρήγορος». Η αρχική σημ. θα ήταν [[επομένως]] «[[εκείνος]] που τρέχει λιγότερο [[γρήγορα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λοισθήιος]], [[λοίσθημα]], [[λοίσθων]], [[λοισθώνη]]].———————— <b>(II)</b><br />λοῑσθος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[δοκός]], [[δοκάρι]]<br /><b>2.</b> [[κεραία]] ή [[ιστός]] («οὐκ εἶ ὅ μέν τις λοῑσθον ἀρεῑται [[δόρυ]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για το [[λοίσθος]] (I) με εξειδικευμένη σημ. «αυτό που χρησιμοποιείται τελευταίο» (για να ανυψώσει [[κανείς]] σώματα)].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοῖσθος Medium diacritics: λοῖσθος Low diacritics: λοίσθος Capitals: ΛΟΙΣΘΟΣ
Transliteration A: loîsthos Transliteration B: loisthos Transliteration C: loisthos Beta Code: loi=sqos

English (LSJ)

(A), ον,

   A left behind, last, Il.23.536, Lyc.163, Euph.51.13, etc.; ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς κακῶν S.Fr.698: Sup. -ότατος last of all, Hes.Th.921; -οτάτας χάριτας the last honours (to the dead), IG14.1721.
λοῖσθος (B), ὁ,

   A beam, λοῖσθοι ἓξ ὥστε μοχλοῖς χρῆσθαι IG22.1673.17 (iv B. C.); boom, gaff, or spar, E.Hel.1597.

Greek (Liddell-Scott)

λοῖσθος: -ον, ἔσχατος, ὕστατος, Ἰλ. Ψ. 536· Ὑπερθ. λοισθότατος, ἔσχατος πάντων, Ἡσ. Θ. 921· λοισθοτάτας χάριτας, τὰς ὑστάτας τιμὰς (τοῦ νεκροῦ), Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 573· - ὡσαύτως παρὰ Τραγ., ὁ θάνατος λοίσθιος ἰατρὸς κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 626, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1597. (Ἐκτεταμένον: λοίσθιος, λοισθήιος· - πρέπει νὰ εἶναι ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ λοιπός, ἴσως εἶδος ὑπερθ., λοίπιστος, λοῖσθος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extrême, càd dernier, qui vient après tous les autres.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

English (Autenrieth)

(λοιπός): last, Il. 23.536†.

Greek Monolingual

(I)
λοῑσθος, -ον (Α)
έσχατος, ύστατος, λοίσθιοςθάνατος λοῑσθος ἰατρὸς κακῶν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη < λοιhισ-θFoς, σύνθ. λέξη της οποίας το α' συνθετικό συνδέεται ετυμολ. με το συγκριτικού βαθμού γερμ. lais-iz «λιγότερος» και με το αγγλ. less «λιγότερος», ενώ το β' συνθετικό με τα θέω «τρέχω», θοός «γρήγορος». Η αρχική σημ. θα ήταν επομένως «εκείνος που τρέχει λιγότερο γρήγορα».
ΠΑΡ. αρχ. λοισθήιος, λοίσθημα, λοίσθων, λοισθώνη].———————— (II)
λοῑσθος, ὁ (Α)
1. δοκός, δοκάρι
2. κεραία ή ιστός («οὐκ εἶ ὅ μέν τις λοῑσθον ἀρεῑται δόρυ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για το λοίσθος (I) με εξειδικευμένη σημ. «αυτό που χρησιμοποιείται τελευταίο» (για να ανυψώσει κανείς σώματα)].