Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐρέβινθος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(Autenrieth)
(14)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[chick]]-pea, Il. 13.589.
|auten=[[chick]]-pea, Il. 13.589.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐρέβινθος]])<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[ρεβιθιά]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] της ρεβιθιάς, το [[ρεβίθι]]<br /><b>μσν.</b><br />(με [[προσωποποίηση]] του ουσ.) <i>Ερέβινθος</i><br />Ρέβιθος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> το ανδρικό [[μόριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ινθος</i>, πιθ. [[δάνειο]] μιας μεσογειακής γλώσσας, και συνδέεται αφ’ ενός με τη λ. <i>όροβος</i> και αφ’ ετέρου με λατ. <i>ervum</i> «όροφος, [[φακή]]», αρχ. άνω γερμ. <i>araweiz</i> «[[μπιζέλι]]», αν και το <i>w</i> τών τύπων δεν αντιστοιχεί [[προς]] το <i>β</i> του ελλ. τύπου [[ερέβινθος]]. Είναι πιθανόν εξάλλου η λ. να προέρχεται από κάποιο [[ιδίωμα]] της Μικράς Ασίας ή της Α. Μεσογείου, όπου πρωτοεμφανίστηκε το [[φυτό]]].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρέβινθος Medium diacritics: ἐρέβινθος Low diacritics: ερέβινθος Capitals: ΕΡΕΒΙΝΘΟΣ
Transliteration A: erébinthos Transliteration B: erebinthos Transliteration C: erevinthos Beta Code: e)re/binqos

English (LSJ)

(proparox.), ὁ,

   A chick-pea, Cicer arietinum, κύαμοι ἢ ἐ. Il.13.589, cf. Pl. R.372c ; eaten as dessert, Xenoph.22.3, Ar.Pax1136, Crobyl.9, etc. ; χρύσειοι ἐ. Sapph.30 ; κριὸς ἐ., of a special variety, Sophil.8, cf.Thphr. HP8.5.1.    II metaph., of the membrum virile, Ar.Ach.801, Ra. 545(lyr.) ; cf. κριθή IV. (Cf. ὄροβος, Lat. ervum.)

German (Pape)

[Seite 1022] ὁ (vgl. ὄροβος, ervum, Erbse), die Kichererbse, sowohl Frucht, Il. 13, 589, als Pflanze, Theophr.; καὶ κύαμοι Plat. Rep. II, 372 c, u. öfter Ar.; sie wurden auf Kohlen geröstet, Pax 1136; auch wie Mandeln u. Nüsse zum Wein gegessen, Xenophan. bei Ath. II, 54 d; Galen. – Uebertr., τὸ αἰδοῖον τοῦ ἀνδρός, Ar. Ach. 801 Ran. 545.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρέβινθος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς, «ῥεβίθι», Λατ. cicer, Ἰλ. Ν. 589· οἱ ἐρέβινθοι ἐτρώγοντο ὡμοὶ (ὡς τὰ ἀμύγδαλα) ἢ ἡψημένοι (ὡς τὰ κάστανα), μετὰ τὸ φαγητὸν ὡς τράγημα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1136, κ. ἀλλ., Κρώβυλος κ. ἄλλοι παρ’ Ἀθην. 54Ε· ἐρ. καὶ κύαμοι Πλάτ. Πολ. 372C: - τὸ φυτόν, ἡ «ῥεβιθιά», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 3, 2, κτλ. ΙΙ μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδοίου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 801, Βάτρ. 545, Ἡσύχ., πρβλ. κριθὴ IV. (Συγγενὲς τῷ ὄροβος, Λατ. erv-um, Παλαιο-Γερμ. araw-eiz (Γερμ. erbse).)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 pois chiche (fruit et plante);
2 p. anal. c. ποσθή.
Étymologie: cf. ὄροβος, lat. ervum.

English (Autenrieth)

chick-pea, Il. 13.589.

Greek Monolingual

ο (AM ἐρέβινθος)
1. το φυτό ρεβιθιά
2. ο καρπός της ρεβιθιάς, το ρεβίθι
μσν.
(με προσωποποίηση του ουσ.) Ερέβινθος
Ρέβιθος
αρχ.
μτφ. το ανδρικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ινθος, πιθ. δάνειο μιας μεσογειακής γλώσσας, και συνδέεται αφ’ ενός με τη λ. όροβος και αφ’ ετέρου με λατ. ervum «όροφος, φακή», αρχ. άνω γερμ. araweiz «μπιζέλι», αν και το w τών τύπων δεν αντιστοιχεί προς το β του ελλ. τύπου ερέβινθος. Είναι πιθανόν εξάλλου η λ. να προέρχεται από κάποιο ιδίωμα της Μικράς Ασίας ή της Α. Μεσογείου, όπου πρωτοεμφανίστηκε το φυτό].